Η λέξη "eigne" δεν είναι ευρέως αναγνωρίσιμη στη σύγχρονη αγγλική γλώσσα. Μπορεί να θεωρηθεί ένα λιγότερο συνηθισμένο ή παλαιότερο ρήμα που σχετίζεται με την έννοια της απόρριψης ή της άρνησης. Στη σύγχρονη γλώσσα, η πιο συνηθισμένη λεπτομέρεια της έννοιας είναι κοντά στο ρήμα "to refuse" ή "to reject". Δεν εμφανίζεται συχνά στην καθημερινή χρήση, είναι περισσότερο φανερό σε γραπτά κείμενα ή σε ειδικότερο πλαίσιο.
Αποφάσισε να απορρίψει την προσφορά που του παρουσιάστηκε.
She chose to eigene the advice of her friends.
Επέλεξε να αρνηθεί τη συμβουλή των φίλων της.
The committee decided to eigene the proposal after careful consideration.
Η λέξη "eigne" δεν είναι ιδιαίτερα συχνα χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορούν να αναφερθούν γενικές φράσεις που αφορούν την απόρριψη ή την άρνηση.
Αυτή την ευκαιρία δεν έπρεπε να την απορρίψω. (This chance I should not have refused.)
To eigen the discussion – To avoid engaging in a debate.
Αποφάσισε να απορρίψει τη συζήτηση. (He decided to reject the discussion.)
To sempre eigene – To continually reject offers.
Η προέλευση της λέξης "eigne" δεν είναι πολύ ξεκάθαρη. Πιθανόν να έχει ρίζες σε παλαιότερες αγγλικές ή γαλλικές λέξεις που σημαίνουν "να απορρίψω" ή "να αρνηθώ", αλλά δεν είναι ευρέως τεκμηριωμένη σε σύγχρονες γλωσσικές πηγές.