Η λέξη "electorial" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "electorial" στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι /ɪˈlɛk.tɔː.ri.əl/.
Η λέξη "electorial" σχετίζεται με τις εκλογές και τα εκλογικά συστήματα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα θέματα που αφορούν τις διαδικασίες εκλογών, τις εκλογικές περιφέρειες ή τα εκλογικά δικαιώματα.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά περιορισμένη και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε νομικά κείμενα, πολιτικές αναλύσεις ή ακαδημαϊκές εργασίες.
Η εκλογική διαδικασία στη χώρα είναι πολύ περίπλοκη.
Many citizens are concerned about electorial fairness.
Η λέξη "electorial" δεν χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με κάποιες εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη διαδικασία των εκλογών. Ακολουθούν παραδείγματα:
Το εκλογικό τοπίο αλλάζει γρήγορα.
Understanding electorial policies is crucial for informed voting.
Η κατανόηση των εκλογικών πολιτικών είναι κρίσιμη για μια ενημερωμένη ψήφο.
The electorial outcome could shape the future of the nation.
Η λέξη "electorial" προέρχεται από τη ρίζα "elect", που σημαίνει "επιλέγω" ή "εκλέγω", συνδυαζόμενη με το επίθημα "-orial", το οποίο χρησιμοποιείται για να υποδείξει σχέσεις ή συνδέσεις με τη διαδικασία ή το αποτέλεσμα.
Συνώνυμα: - εκλογικός - εκλογικά σχετικός
Αντώνυμα: - μη εκλογικός - άσχετος με τις εκλογές
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν ουσιαστικά όλες τις πτυχές της λέξης "electorial".