Electorship είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ɪˈlɛk.tɚ.ʃɪp/
Electorship αναφέρεται στη διαδικασία ή το καθεστώς με το οποίο κάποιος έχει το δικαίωμα να ψηφίσει, ή επηρεάζει την εκλογική διαδικασία. Η λέξη είναι σχετικά σπάνια και χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικό ή πολιτικό πλαίσιο. Όσον αφορά τη συχνότητα χρήσης, μπορεί να συναντηθεί περισσότερο σε γραπτό λόγο, όπως σε νομικές ή πολιτικές αναφορές, παρά στον προφορικό.
The electorship in our county has changed recently.
Η εκλογική συμμετοχή στην κομητεία μας έχει αλλάξει πρόσφατα.
He was proud of his electorship and the responsibilities that came with it.
Ήταν περήφανος για την εκλογική του συμμετοχή και τις ευθύνες που την συνοδεύουν.
The new law affects the electorship of many citizens.
Ο νέος νόμος επηρεάζει την εκλογική συμμετοχή πολλών πολιτών.
Ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, electorship δεν χρησιμοποιείται ευρέως. Ωστόσο, μπορεί να κάνει αναφορά σε θέματα που σχετίζονται με δικαιώματα και ευθύνες που προκύπτουν από τη συμμετοχή σε εκλογές. Μερικές σχετικές εκφράσεις περιλαμβάνουν:
"The rights of electorship are fundamental to democracy."
Τα δικαιώματα εκλογικής συμμετοχής είναι θεμελιώδη για τη δημοκρατία.
"She is advocating for the improvement of electorship among youth."
Αυτή προωθεί τη βελτίωση της εκλογικής συμμετοχής των νέων.
"Electorship should not be taken for granted."
Η εκλογική συμμετοχή δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
"The debate about electorship laws is ongoing."
Η συζήτηση σχετικά με τους νόμους εκλογικής συμμετοχής είναι σε εξέλιξη.
Η λέξη electorship προέρχεται από το ρήμα "elect" (εκλέγω) και την κατάληξη "-ship," που σημαίνει κατάσταση ή ιδιότητα. Η λέξη "elect" έχει τις ρίζες της στη Λατινική λέξη "eligere," που σημαίνει "να διαλέγεις."
Συνώνυμα: - εκλογική δικαιοδοσία - εκλογική κατάσταση
Αντώνυμα: - αποκλεισμός από τις εκλογές - εκλογική ανικανότητα