Ουσιαστικό (noun)
/ɪˈlɛktrɪkl sɜːrveɪ dɪˈvaɪs/
Ο όρος "electrical survey device" αναφέρεται σε οποιαδήποτε συσκευή ή εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση, την ανάλυση ή την παρακολούθηση ηλεκτρικών παραμέτρων. Αυτές οι συσκευές μπορεί να περιλαμβάνουν πολυμέτρες, ανιχνευτές σφαλμάτων, και άλλες τεχνολογικές εφαρμογές που είναι απαραίτητες για τη μελέτη και τη συντήρηση ηλεκτρικών συστημάτων.
Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα, καθώς και στην επικοινωνία μεταξύ επαγγελματιών του τομέα της ηλεκτρολογίας.
Ο όρος "electrical survey device" δεν είναι ιδιαίτερα κοινός στον προφορικό λόγο, αλλά χρησιμοποιείται συχνά σε εξειδικευμένα γραπτά κείμενα και επαγγελματική ορολογία.
The electrical survey device detected a malfunction in the wiring system.
Η ηλεκτρολόγικη ανακριτική συσκευή ανίχνευσε μια αστοχία στο καλωδιακό σύστημα.
We need to calibrate the electrical survey device before conducting the test.
Πρέπει να βαθμονομήσουμε την ηλεκτρολόγικη ανακριτική συσκευή πριν από τη διεξαγωγή της δοκιμής.
An electrical survey device is essential for ensuring the safety of electrical installations.
Μια ηλεκτρολόγικη ανακριτική συσκευή είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της ασφάλειας των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων.
Ο όρος "electrical survey device" δεν περιλαμβάνεται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά είναι σημαντικός στον τομέα των ηλεκτρικών και τεχνικών εφαρμογών. Ωστόσο, μπορούμε να παραθέσουμε κάποιες φράσεις σχετικές με τη χρήση τους:
"Using an electrical survey device can save time and resources."
Η χρήση μιας ηλεκτρολόγικης ανακριτικής συσκευής μπορεί να εξοικονόμησει χρόνο και πόρους.
"Before starting any project, an electrical survey device is crucial for proper assessment."
Πριν από την έναρξη οποιουδήποτε έργου, μια ηλεκτρολόγικη ανακριτική συσκευή είναι κρίσιμη για την ορθή αξιολόγηση.
"Trained professionals utilize advanced electrical survey devices for accurate measurements."
Εκπαιδευμένοι επαγγελματίες χρησιμοποιούν προηγμένες ηλεκτρολόγικες ανακριτικές συσκευές για ακριβείς μετρήσεις.
Η λέξη "electrical" προέρχεται από το ελληνικό "ηλεκτρόν" (ēlektron), που σημαίνει "amber", και χαρακτηρίζει οτιδήποτε σχετίζεται με ρεύμα και ηλεκτρομαγνητισμό. Η λέξη "survey" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "surveier", που σημαίνει "παρακολουθώ" ή "εξετάζω". Η λέξη "device" προέρχεται από την λατινική "divisio", που υποδηλώνει "διαίρεση" ή "εργαλείο".
Συνώνυμα - Electrical measuring instrument - Electrical testing equipment
Αντώνυμα - Electrical failure - Electrical malfunction
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση του όρου "electrical survey device".