Electrolytic slime: Ονομασία (noun).
/ɪˌlɛk.trəˈlɪ.tɪk slaɪm/
Electrolytic slime αναφέρεται σε ένα θυσιαστικό προϊόν, συχνά στους τομείς της χημείας και της μηχανολογίας, που προκύπτει από διαδικασίες ηλεκτρολυτικής επεξεργασίας. Αυτή η λάσπη περιέχει σωματίδια που προέρχονται από την ηλεκτρόλυση μετάλλων και μπορεί να περιέχει μεταλλικά στοιχεία και πρόσθετα.
Η χρήση του στο Αγγλικά είναι κυρίως τεχνική και επιστημονική, και συναντάται περισσότερο σε γραπτές αναφορές, ερευνητικά άρθρα και βιομηχανικά περιβάλλοντα παρά στη καθημερινή επικοινωνία. Η συχνότητα χρήσης είναι χαμηλή για τον μέσο ομιλητή, αλλά μπορεί να είναι σημαντική σε συγκεκριμένους τομείς.
Η διαδικασία εξευγενισμού μετάλλων παράγει συχνά ηλεκτρολυτική λάσπη ως παραπροϊόν.
Researchers are studying the composition of electrolytic slime to recover precious metals.
Η φράση "electrolytic slime" δεν είναι συχνά αναγνωρίσιμη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να κατανοηθεί σε πλαίσια που σχετίζονται με τη βιομηχανία και την επεξεργασία υλικών. Ωστόσο, οι επαγγελματίες της επιστήμης και της μηχανικής χρησιμοποιούν την έννοια σε διάφορα συμφραζόμενα.
Η διαχείριση της ηλεκτρολυτικής λάσπης μπορεί να είναι μια χαοτική υπόθεση στον εξευγενισμό μετάλλων.
The disposal of electrolytic slime requires strict adherence to environmental regulations.
Η λέξη "electrolytic" προέρχεται από το ελληνικό "ηλεκτρολύτης" (electrolyte), που σημαίνει ουσία που διεγείρεται από ηλεκτρικό ρεύμα, συνδυασμένο με το "-ic" που δείχνει μια σχετική ποιότητα. Η λέξη "slime" προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική λέξη "slime", που σημαίνει κολλώδης ουσία ή ιζήματα.
Συνώνυμα: - Electrolytic residue - Electrolytic sediment
Αντώνυμα: - Pure metal (καθαρό μέταλλο) - Waste-free process (διαδικασία χωρίς απόβλητα)
Αυτές οι λέξεις αναπτύσσουν την κατανόηση του πλαισίου στο οποίο χρησιμοποιείται η "electrolytic slime".