Επίθετο (Adjective)
/ˈɛlɪˌveɪtɪd/
Η λέξη "elevated" αναφέρεται σε κάτι που είναι σε υψηλή θέση ή είναι αυξημένο, είτε κυριολεκτικά (όπως η θέση ενός αντικειμένου) είτε μεταφορικά (όπως η κατάσταση ή η συναισθηματική κατάσταση ενός ατόμου). Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει φυσικά ύψη, συναισθηματικές καταστάσεις ή επίπεδα, όπως η ποιότητα ή η κατάσταση. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και είναι κοινή και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
The elevated train gives a great view of the city.
(Ο ανυψωμένος σιδηρόδρομος προσφέρει υπέροχη θέα της πόλης.)
She felt elevated after receiving the good news.
(Αυτή αισθάνθηκε ανυψωμένη αφού έλαβε τα χαρμόσυνα νέα.)
The elevated platform allows for easier access.
(Η ανυψωμένη πλατφόρμα επιτρέπει πιο εύκολη πρόσβαση.)
Η λέξη "elevated" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις, συνήθως για να περιγράψει ανυψωμένες καταστάσεις ή συναισθηματικά επίπεδα.
He has elevated status in the company.
(Έχει ανυψωμένο στάτους στην εταιρεία.)
Her elevated mood was infectious, spreading joy all around.
(Η ανυψωμένη διάθεσή της ήταν μεταδοτική, διαδίδοντας χαρά παντού.)
The elevated cost of living has become a concern for many.
(Η ανυψωμένη δαπάνη διαβίωσης έχει γίνει ανησυχία για πολλούς.)
The elevated levels of air pollution require immediate attention.
(Τα ανυψωμένα επίπεδα ρύπανσης του αέρα απαιτούν άμεση προσοχή.)
We need to address the elevated stress levels among employees.
(Πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα ανυψωμένα επίπεδα άγχους στους υπαλλήλους.)
Η λέξη "elevated" προέρχεται από το ρήμα "elevate", που σημαίνει "ανυψώνω". Το "elevate" προέρχεται από τα λατινικά "elevare", που συνδυάζει την πρόθεση "e-" (έξω) και το "levare" (να ανυψώνω ή να σηκώνω).
Συνώνυμα: - Raised - Lifted - Heightened
Αντώνυμα: - Lowered - Diminished - Reduced