elevator shoulder: Όρος (φράση)
/ˈɛlɪˌveɪtər ˈʃoʊldər/
elevator shoulder: ανασηκωμένος ώμος, ώμος ανύψωσης
Ο όρος "elevator shoulder" αναφέρεται συνήθως σε μια ιατρική ή θεραπευτική κατάσταση όπου ο ώμος είναι ανασηκωμένος, συχνά λόγω μυϊκής υπερέντασης ή τραυματισμού. Χρησιμοποιείται κυρίως σε συμφραζόμενα ιατρικής ή φυσιοθεραπείας. Η συχνότητά του είναι σχετικά περιορισμένη και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε κλινικές αναφορές ή ιατρικά κείμενα.
Αυτός ανέπτυξε έναν ανασηκωμένο ώμο μετά από την ανύψωση βαρέων κιβωτίων για αρκετές ημέρες.
The physical therapist addressed the patient's elevator shoulder during the session.
Ο όρος "elevator shoulder" δεν είναι κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με προτάσεις που χρησιμοποιούνται σε θεραπευτικά ή ιατρικά συμφραζόμενα. Ακολουθούν μερικές προτάσεις στα οποία μπορεί να εμφανίζεται αναφορώντας στην κατάσταση των ώμων:
Μην αφήνεις τον ανασηκωμένο ώμο να σε εμποδίσει από την άσκηση.
With proper care, a person can recover from elevator shoulder quickly.
Με τη σωστή φροντίδα, ένα άτομο μπορεί να ανακάμψει γρήγορα από τον ανασηκωμένο ώμο.
He was advised to stretch his muscles to relieve the elevator shoulder pain.
Ο όρος "elevator" προέρχεται από το λατινικό "elevare," που σημαίνει "να ανυψώσω", και "shoulder" προέρχεται από τη μεσαιωνική Αγγλική λέξη "sculdre," που προέρχεται από την αρχαία Γερμανική "skuldra."
Συνώνυμα: - shoulder elevation (ανύψωση ώμου) - shoulder shrug (ανασήκωμα ώμου)
Αντώνυμα: - shoulder depression (κατάθλιψη ώμου) - relaxed shoulder (χαλαρός ώμος)