Το "elf-marked" είναι επίθετο.
/ɛlf mɑrkt/
Η φράση "elf-marked" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που έχει σημειωθεί ή έχει υποστεί μαγική επίδραση από ένα ξωτικό (elf). Συνήθως χρησιμοποιείται σε φανταστικές αφηγήσεις ή μύθους και παραπέμπει σε μαγικές ή υπερφυσικές δυνατότητες και καταστάσεις. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, κυρίως σε λογοτεχνικά έργα του φανταστικού είδους.
The child was considered elf-marked, destined for a great adventure.
(Το παιδί θεωρούνταν σημειωμένο από ξωτικό, προορισμένο για μια μεγάλη περιπέτεια.)
The elf-marked items glowed softly in the moonlight.
(Τα αντικείμενα που ήταν σημειωμένα από ξωτικά έλαμπαν απαλά στο φως της σελήνης.)
Many believed that those who were elf-marked had a special connection to the forest.
(Πολλοί πίστευαν ότι αυτοί που ήταν σημειωμένοι από ξωτικά είχαν ειδική σύνδεση με το δάσος.)
Το "elf-marked" συχνά ενσωματώνεται σε ιδιωματικές εκφράσεις που απηχούν φανταστικά στοιχεία και τον μαγικό κόσμο των ξωτικών.
"To be elf-marked means you are chosen."
(Να είσαι σημειωμένος από ξωτικό σημαίνει ότι είσαι επιλεγμένος.)
"Only those elf-marked can enter the enchanted glade."
(Μόνο αυτοί που είναι σημειωμένοι από ξωτικά μπορούν να εισέλθουν στην μαγευτική λεκάνη.)
"The elf-marked heir inherits the magic of their ancestors."
(Ο κληρονόμος που είναι σημειωμένος από ξωτικά κληρονομεί τη μαγεία των προγόνων του.)
"She felt a pulse of magic, as if she were elf-marked."
(Ένιωσε έναν παλμό μαγείας, σαν να ήταν σημειωμένη από ξωτικό.)
"In the stories, the elf-marked are often tasked with great quests."
(Στις ιστορίες, οι σημειωμένοι από ξωτικά συχνά αναλαμβάνουν μεγάλες αποστολές.)
Η λέξη "elf" προέρχεται από την αρχαία αγγλική λέξη "ælf", που παραπέμπει σε ξωτικά ή πνεύματα της φύσης, και η λέξη "marked" προέρχεται από την παλαιά γερμανική λέξη "markō", που σημαίνει "σημείο" ή "σήμα".
Συνώνυμα: - Enchanted - Magical
Αντώνυμα: - Ordinary - Unmarked