elicit a fact - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

elicit a fact (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η φράση "elicit a fact" συνδυάζει ένα ρήμα (elicit) και ένα ουσιαστικό (fact).

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της φράσης "elicit a fact" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι:
/ɪˈlɪsɪt ə fækt/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "elicit a fact" σημαίνει να προκαλέσετε ή να αποκαλύψετε ένα γεγονός. Χρησιμοποιείται συχνά σε πλαίσια όπου γίνεται προσπάθεια να βρεθεί ή να αποκαλυφθεί πληροφορία μέσω ερωτήσεων ή συζητήσεων. Γενικά, η λέξη "elicit" είναι πιο κοινή σε γραπτά κείμενα και επιστημονικές συζητήσεις, ενώ "a fact" μπορεί να χρησιμοποιηθεί συχνά και σε προφορικούς διαλόγους.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The detective tried to elicit a fact from the witness.
    Ο ντετέκτιβ προσπάθησε να αποκαλύψει ένα γεγονός από τον μάρτυρα.

  2. Teachers often elicit a fact during class discussions to engage students.
    Οι δάσκαλοι συχνά αποκαλύπτουν γεγονότα κατά τη διάρκεια συζητήσεων στην τάξη για να εμπλέκουν τους μαθητές.

  3. Researchers aim to elicit a fact that reveals the truth of the situation.
    Οι ερευνητές στοχεύουν να αποκαλύψουν ένα γεγονός που αποκαλύπτει την αλήθεια της κατάστασης.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "elicit" μπορεί να συνδυάζεται με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:

  1. "Elicit a response"
    Προκαλώ μια αντίδραση
    Example: The teacher asked a provocative question to elicit a response from the students.
    Ο δάσκαλος έκανε μια προκλητική ερώτηση για να προκαλέσει μια αντίδραση από τους μαθητές.

  2. "Elicit emotions"
    Προκαλώ συναισθήματα
    Example: The movie was designed to elicit emotions from the audience.
    Η ταινία σχεδιάστηκε για να προκαλέσει συναισθήματα από το κοινό.

  3. "Elicit information"
    Προκαλώ πληροφορίες
    Example: The interviewer tried to elicit information about the candidate's previous work experience.
    Ο συνεντευκτής προσπάθησε να αποκαλύψει πληροφορίες σχετικά με την προηγούμενη εργασιακή εμπειρία του υποψηφίου.

  4. "Elicit laughter"
    Προκαλώ γέλιο
    Example: The comedian's jokes were meant to elicit laughter from the audience.
    Οι αστείες του κωμικού σκοπό είχαν να προκαλέσουν γέλιο από το κοινό.

Ετυμολογία

Η λέξη "elicit" προέρχεται από το Λατινικό "elicere", το οποίο σημαίνει "να προσελκύω" ή "να αποκαλύπτω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Με αυτά τα στοιχεία, το "elicit a fact" αναδεικνύει τη διαδικασία εξαγωγής πληροφοριών από μια συνθήκη ή μια αλληλεπίδραση, ιδιαίτερα μέσω διαλόγου και ερωτήσεων.



25-07-2024