Ο όρος "eligible list" αναφέρεται σε έναν κατάλογο ατόμων ή στοιχείων που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια ή προϋποθέσεις για μια θέση, βραβείο ή άλλο είδος αναγνώρισης. Χρησιμοποιείται συνήθως σε διοικητικές ή εκπαιδευτικές διαδικασίες. Ο όρος έχει συχνή χρήση στον γραπτό λόγο, ειδικά σε επίσημα έγγραφα και ανακοινώσεις.
Ο κατάλογος επιλέξιμων για την υποτροφία θα αναρτηθεί την επόμενη εβδομάδα.
We need to verify the names on the eligible list before the final selection.
Πρέπει να επαληθεύσουμε τα ονόματα στον κατάλογο επιλέξιμων πριν από την τελική επιλογή.
The committee reviewed the eligible list to ensure fairness in the selection process.
Ο όρος "eligible" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες φράσεις και εκφράσεις. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα:
Μόνο οι επιλέξιμοι υποψήφιοι μπορούν να υποβάλουν αίτηση για τη θέση.
Eligible for benefits means you meet specific criteria for receiving support.
Επιλέξιμος για παροχές σημαίνει ότι πληροίς συγκεκριμένα κριτήρια για να λάβεις στήριξη.
Eligible to vote is a requirement for participating in elections.
Επιλέξιμος να ψηφίσει είναι μια προϋπόθεση για τη συμμετοχή σε εκλογές.
Be eligible for promotion shows that an employee meets the qualifications for advancement.
Να είναι επιλέξιμος για προαγωγή δείχνει ότι ένας υπάλληλος πληροί τις προϋποθέσεις για ανέλιξη.
Eligible to receive awards implies that one has satisfied the necessary conditions.
Ο όρος "eligible" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "éligible", η οποία έχει τις ρίζες της στο λατινικό "eligibilis", που σημαίνει "εκλεκτός" ή "αξιολόγηση".