eligible list - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

eligible list (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Ο όρος "eligible list" αναφέρεται σε έναν κατάλογο ατόμων ή στοιχείων που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια ή προϋποθέσεις για μια θέση, βραβείο ή άλλο είδος αναγνώρισης. Χρησιμοποιείται συνήθως σε διοικητικές ή εκπαιδευτικές διαδικασίες. Ο όρος έχει συχνή χρήση στον γραπτό λόγο, ειδικά σε επίσημα έγγραφα και ανακοινώσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The eligible list for the scholarship will be posted next week.
  2. Ο κατάλογος επιλέξιμων για την υποτροφία θα αναρτηθεί την επόμενη εβδομάδα.

  3. We need to verify the names on the eligible list before the final selection.

  4. Πρέπει να επαληθεύσουμε τα ονόματα στον κατάλογο επιλέξιμων πριν από την τελική επιλογή.

  5. The committee reviewed the eligible list to ensure fairness in the selection process.

  6. Η επιτροπή εξέτασε τον κατάλογο επιλέξιμων για να διασφαλίσει τη δικαιοσύνη στη διαδικασία επιλογής.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος "eligible" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες φράσεις και εκφράσεις. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα:

  1. Only eligible candidates can apply for the position.
  2. Μόνο οι επιλέξιμοι υποψήφιοι μπορούν να υποβάλουν αίτηση για τη θέση.

  3. Eligible for benefits means you meet specific criteria for receiving support.

  4. Επιλέξιμος για παροχές σημαίνει ότι πληροίς συγκεκριμένα κριτήρια για να λάβεις στήριξη.

  5. Eligible to vote is a requirement for participating in elections.

  6. Επιλέξιμος να ψηφίσει είναι μια προϋπόθεση για τη συμμετοχή σε εκλογές.

  7. Be eligible for promotion shows that an employee meets the qualifications for advancement.

  8. Να είναι επιλέξιμος για προαγωγή δείχνει ότι ένας υπάλληλος πληροί τις προϋποθέσεις για ανέλιξη.

  9. Eligible to receive awards implies that one has satisfied the necessary conditions.

  10. Επιλέξιμος να λάβει βραβεία σημαίνει ότι έχει ικανοποιήσει τις απαραίτητες συνθήκες.

Ετυμολογία

Ο όρος "eligible" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "éligible", η οποία έχει τις ρίζες της στο λατινικό "eligibilis", που σημαίνει "εκλεκτός" ή "αξιολόγηση".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



25-07-2024