Το "eloquent" είναι επίθετο, ενώ το "speech" είναι ουσιαστικό.
/ˈɛləkwənt spiːtʃ/
Η φράση "eloquent speech" αναφέρεται σε μια ομιλία που είναι εκφραστική, πειστική και συχνά όμορφα απ articulated. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ομιλία που είναι όχι μόνο κατανοητή αλλά και συγκινητική ή εντυπωσιακή.
Η συχνότητα χρήσης της φράσης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως σε κριτικές, δοκίμια ή άρθρα σχετικά με τη ρητορική και την επικοινωνία.
Εξέδωσε μια ρητορική ομιλία στην τελετή αποφοίτησης.
His eloquent speech moved the audience to tears.
Η πειστική ομιλία του συγκίνησε το κοινό μέχρι δακρύων.
An eloquent speech can inspire change in society.
Η φράση "eloquent speech" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Translation: Πάντα προσπαθεί να μιλά ρητορικά κατά τη διάρκεια των συναντήσεων.
"An eloquent silence"
Translation: Η ρητορική σιωπή μετά την ομιλία της τα έλεγε όλα.
"Eloquent in expression"
Translation: Η ικανότητά του να είναι ρητορικός στην έκφραση τον καθιστά σπουδαίο ηγέτη.
"Eloquent words of wisdom"
Η λέξη "eloquent" προέρχεται από το λατινικό "eloquens", που σημαίνει "να μιλήσει έξυπνα ή ρητορικά", και το "speech" προέρχεται από την αρχαία Αγγλική λέξη "specian", που σημαίνει "να μιλήσει ή να εκφράσει".
Συνώνυμα: - Articulate (ευφραδής) - Persuasive (πειστικός) - Expressive (εκφραστικός)
Αντώνυμα: - Inarticulate (ακατάληπτος) - Tongue-tied (μπερδεμένος, αδύναμος στο λόγο) - Unclear (ακαθόριστος)