Ρήμα
/ˈɛm.ə.neɪt/
Η λέξη "emanate" σημαίνει να προέρχεται ή να απορρέει από ένα συγκεκριμένο σημείο. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που εκπέμπεται ή διαχέεται από μια πηγή, όπως φως, θερμότητα, ή οσμές. Η χρήση της στην αγγλική γλώσσα μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.
Η λέξη "emanate" δεν είναι καθημερινά διαδεδομένη, αλλά χρησιμοποιείται σε πιο επίσημα ή επιστημονικά κείμενα.
The light seemed to emanate from the center of the room.
(Το φως φαίνεται να εκπέμπεται από το κέντρο του δωματίου.)
Strong emotions can emanate from music.
(Ισχυρά συναισθήματα μπορούν να αποπνέουν από τη μουσική.)
The scent of flowers began to emanate as the sun set.
(Η μυρωδιά των λουλουδιών άρχισε να αναδύεται καθώς ο ήλιος έδυσε.)
Η λέξη "emanate" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με διαφορετικές έννοιες:
She always seems to emanate confidence in her presentations.
(Φαίνεται πάντα να αποπνέει αυτοπεποίθηση στις παρουσιάσεις της.)
Emanate warmth
His personality emanates warmth, making everyone feel welcomed.
(Η προσωπικότητά του αποπνέει ζεστασιά, κάνοντάς τους πάντες να νιώθουν ευπρόσδεκτοι.)
Emanate power
The leader's speeches emanate power and conviction.
(Οι ομιλίες του ηγέτη αποπνέουν δύναμη και πεποίθηση.)
Emanate joy
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "emanare," που σημαίνει "να ρέει ή να προέρχεται," και έχει τις ρίζες της στη λέξη "ex" (έξω) και "manare" (να ρέει).
Συνώνυμα: - Emerge - Issue - Exude
Αντώνυμα: - Absorb - Contain - Suppress