Επίθετο
[ɪmˌbrɪoʊˈdʒɛnɪk]
Η λέξη "embryogenic" αναφέρεται σε αυτά τα πράγματα που σχετίζονται με την εμβρυογένεση, δηλαδή την διαδικασία ανάπτυξης και διαφοροποίησης ενός εμβρύου. Συνήθως χρησιμοποιείται στον τομέα της βιολογίας, της αναπτυξιακής βιολογίας και της ιατρικής. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως επιστημονικές μελέτες και άρθρα, παρά στον προφορικό λόγο.
Η εμβρυογεννητική ικανότητα των βλαστοκυττάρων είναι ένας κρίσιμος τομέας έρευνας.
Scientists are studying how embryogenic processes can be applied to regenerative medicine.
Οι επιστήμονες μελετούν πώς οι εμβρυογεννητικές διαδικασίες μπορούν να εφαρμοστούν στην αναγεννητική ιατρική.
Understanding embryogenic pathways is essential for developmental biology.
Η λέξη "embryogenic" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει συγκεκριμένες φράσεις στον επιστημονικό λόγο.
Η κατανόηση των εμβρυογεννητικών μηχανισμών είναι ζωτικής σημασίας για την προώθηση των αναπαραγωγικών τεχνολογιών.
Research in embryogenic potential of certain plants can lead to improved agricultural practices.
Η έρευνα στο εμβρυογεννητικό δυναμικό ορισμένων φυτών μπορεί να οδηγήσει σε βελτιωμένες γεωργικές πρακτικές.
The embryogenic stage of development is crucial for organ formation.
Η λέξη προέρχεται από την λατινική ρίζα "embryon" που σημαίνει "έμβρυο", σε συνδυασμό με το ελληνικό "-genic" που σημαίνει "που προκαλεί" ή "που παράγεται".
Συνώνυμα: - εμβρυογεννητικός (embryogenic) - εμβρυϊκός (embryonic)
Αντώνυμα: - ενηλικοποιητικός (adultogenic, υποδεικνύοντας ανάπτυξη σε ενήλικες μορφές) - μη εμβρυϊκός (non-embryonic)