Ο όρος "emergency generator" είναι ουσιαστικό.
/ɪˈmɜːrdʒənsi ˈdʒɛnəreɪtər/
Ο όρος "emergency generator" αναφέρεται σε μια γεννήτρια που χρησιμοποιείται για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης, όπως διακοπές ρεύματος ή φυσικές καταστροφές. Χρησιμοποιείται για να διασφαλίσει ότι οι ηλεκτρικές συσκευές διατηρούνται σε λειτουργία σε κρίσιμες καταστάσεις.
Τα emergency generators χρησιμοποιούνται συχνά σε ιατρικές εγκαταστάσεις, επιχειρήσεις, και κατοικίες για να εξασφαλίσουν την ασφάλεια και την άνεση των ανθρώπων κατά τη διάρκεια διακοπών ρεύματος. Η χρήση του όρου είναι πιο συχνή σε γραπτούς και επίσημους λόγους, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
The emergency generator kicked on as soon as the power went out.
(Η γεννήτρια έκτακτης ανάγκης ενεργοποιήθηκε μόλις έσβησε το ρεύμα.)
We always make sure our emergency generator is fueled and ready to go.
(Πάντα βεβαιώνουμε ότι η γεννήτρια έκτακτης ανάγκης είναι γεμάτη καύσιμο και έτοιμη προς χρήση.)
During the storm, the emergency generator provided power to the entire building.
(Κατά τη διάρκεια της καταιγίδας, η γεννήτρια έκτακτης ανάγκης παρείχε ηλεκτρικό ρεύμα σε ολόκληρο το κτίριο.)
Η φράση "emergency generator" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που μπορεί να χρησιμοποιηθούν:
To make sure the emergency generator is in top shape.
(Να βεβαιωθείς ότι η γεννήτρια έκτακτης ανάγκης είναι σε καλή κατάσταση.)
Relying on the emergency generator during a blackout.
(Εξαρτώμενος από την γεννήτρια έκτακτης ανάγκης κατά τη διάρκεια μιας διακοπής ρεύματος.)
The emergency generator is our safety net in case of power failure.
(Η γεννήτρια έκτακτης ανάγκης είναι το δίχτυ ασφαλείας μας σε περίπτωση αποτυχίας ρεύματος.)
Ο όρος "emergency" προέρχεται από το λατινικό "emergentia," που σημαίνει κατάσταση ανάγκης ή έκτακτης ανάγκης. Η λέξη "generator" προέρχεται από το λατινικό "generare," που σημαίνει "δημιουργώ" ή "παράγω."
Συνώνυμα:
- Backup generator
- Standby generator
Αντώνυμα:
- Power outage (διακοπή ρεύματος)
- Primary power source (κύρια πηγή ενέργειας)