Emergency - ουσιαστικό.
/ɪˈmɜr.dʒən.si/
Η λέξη emergency αναφέρεται σε μια κατάσταση που απαιτεί άμεση δράση ή παρέμβαση, συχνά λόγω κινδύνου ή απειλής για τη ζωή ή την ασφάλεια κάποιου. Χρησιμοποιείται συχνά σε καταστάσεις υγειονομικών κρίσεων, φυσικών καταστροφών και άλλων επείγουσών περιστάσεων. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά και έχει υψηλή συχνότητα και στα δύο, προφορικά και γραπτά, αλλά περισσότερο στο γραπτό λόγω της σοβαρότητας των καταστάσεων που περιγράφει.
In case of an emergency, call 911 immediately.
Σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, καλέστε το 911 αμέσως.
The emergency room was filled with patients last night.
Το τμήμα επειγόντων περιστατικών ήταν γεμάτο ασθενείς χθες το βράδυ.
They have an emergency plan for natural disasters.
Έχουν ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης για φυσικές καταστροφές.
Η λέξη emergency χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και συνδυασμούς.
Emergency exit must be kept clear.
Η έξοδος έκτακτης ανάγκης πρέπει να παραμένει ελεύθερη.
Emergency measures were taken to deal with the crisis.
Έκτακτα μέτρα ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της κρίσης.
He has an emergency fund for unexpected expenses.
Έχει ένα ταμείο έκτακτης ανάγκης για απρόβλεπτες δαπάνες.
The emergency response team arrived on the scene quickly.
Η ομάδα άμεσης αντίδρασης έφτασε γρήγορα στο σημείο.
She had a panic attack and had to call for emergency assistance.
Είχε μια κρίση πανικού και έπρεπε να ζητήσει επείγουσα βοήθεια.
During the emergency meeting, they discussed strategies for recovery.
Κατά τη διάρκεια της έκτακτης συνεδρίασης, συζήτησαν στρατηγικές αποκατάστασης.
Η λέξη emergency προέρχεται από τη λατινική λέξη emergentia, που σημαίνει «η εμφάνιση» ή «η ανάγκη», και χρησιμοποιούταν στα τέλη του 15ου αιώνα στους αγγλικούς όρους.
Συνώνυμα: - Crisis (κρίση) - Urgency (επείγουσα κατάσταση)
Αντώνυμα: - Normality (κανονικότητα) - Stability (σταθερότητα)