Το "emeriti" είναι ένα ουσιαστικό, που προέρχεται από τη λατινική λέξη "emeritus".
Φωνητική μεταγραφή: /ɪˈmɛrəti/
Η λέξη "emeriti" αναφέρεται σε άτομα, συνήθως καθηγητές ή αξιωματούχους, που έχουν συνταξιοδοτηθεί αλλά διατηρούν τον τίτλο ή την αναγνώριση του προηγούμενου ρόλου τους honoris causa (το οποίο σημαίνει "για τιμή"). Χρησιμοποιείται συχνά σε ακαδημαϊκά και επαγγελματικά περιβάλλοντα.
Συχνότητα Χρήσης: Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα, όπως σε ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις και διοικητικά έγγραφα.
Το πανεπιστήμιο του απένειμε τον τίτλο του επίτιμου καθηγητή για τις δεκαετίες έρευνας του.
Many institutions honor their retired staff with emeriti status.
Πολλές οργανώσεις τιμούν το συνταξιούχο προσωπικό τους με το καθεστώς του επίτιμου.
She was recognized as an emeriti scholar due to her contributions to the field.
Η λέξη "emeriti" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν συνδέσεις που αφορούν την έννοια του σεβασμού και της αναγνώρισης στην ακαδημαϊκή κοινότητα:
Η κληρονομιά των επιτίμων καθηγητών αποτυπώνεται συχνά στην επιτυχία των μαθητών τους.
It is common for emeriti professors to participate in guest lectures.
Είναι συνηθισμένο οι επίτιμοι καθηγητές να συμμετέχουν σε διαλέξεις καλεσμένων.
Emeriti status can add prestige to a retiree's career.
Η λέξη "emeritus" προέρχεται από τη λατινική ρίζα "emerere", που σημαίνει "να κερδιστεί" ή "να αποκτηθεί". Στη σύγχρονη χρήση, το "emeriti" αναφέρεται σε αυτούς που έχουν "κερδίσει" την τιμή να διατηρούν τον τίτλο τους μετά τη συνταξιοδότησή τους.
Συνώνυμα: - Επίτιμος - Απόστρατος - Σαξαξιούχος (σε ορισμένα συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - Ενεργός (στο πλαίσιο της εργασιακής κατάστασης) - Νέος (σε σχέση με την καριέρα)