emotionally unstable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

emotionally unstable (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η φράση "emotionally unstable" αποτελεί επιθετική φράση.

Φωνητική μεταγραφή

/ɪˈmoʊʃənəli ʌnˈsteɪbəl/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "emotionally unstable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που έχει μεταβαλλόμενα συναισθήματα ή ασταθή ψυχολογική κατάσταση. Τα άτομα που χαρακτηρίζονται έτσι συχνά βιώνουν ξαφνικές αλλαγές διάθεσης, δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν ή να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και μπορεί να θεωρούνται ευαίσθητα ή ευάλωτα.

Η χρήση της φράσης είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερο σε ψυχολογικά ή θεραπευτικά πλαίσια, αλλά χρησιμοποιείται και στον καθημερινό προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. She has been emotionally unstable since the breakup.
  2. Είναι συναισθηματικά ασταθής από τότε που χώρισε.

  3. Emotionally unstable individuals may benefit from therapy to find stability.

  4. Τα συναισθηματικά ασταθή άτομα μπορεί να ωφεληθούν από τη θεραπεία για να βρουν σταθερότητα.

  5. His emotionally unstable behavior caused concern among his friends.

  6. Η συναισθηματικά ασταθής συμπεριφορά του προκάλεσε ανησυχία στους φίλους του.

Ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη φράση "emotionally unstable"

  1. "He seems emotionally unstable, always reacting strongly to small issues."
  2. Φαίνεται συναισθηματικά ασταθής, πάντα αντιδρά έντονα σε μικρά προβλήματα.

  3. "Being emotionally unstable can lead to difficulties in maintaining relationships."

  4. Το να είσαι συναισθηματικά ασταθής μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολίες στη διατήρηση σχέσεων.

  5. "When someone is emotionally unstable, it's important to approach them with care."

  6. Όταν κάποιος είναι συναισθηματικά ασταθής, είναι σημαντικό να τον προσεγγίσεις με προσοχή.

  7. "Her emotionally unstable condition made her feel isolated from her peers."

  8. Η συναισθηματικά ασταθής κατάσταση την έκανε να νιώθει απομονωμένη από τους συνομηλίκους της.

  9. "In times of stress, she becomes more emotionally unstable than usual."

  10. Σε περιόδους άγχους, γίνεται πιο συναισθηματικά ασταθής από το συνηθισμένο.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "emotionally" προέρχεται από το ουσιαστικό "emotion" που σημαίνει συναίσθημα και προστίθεται το κατάλληλο σωματικό ρήμα που δείχνει κατάσταση. Η λέξη "unstable" προέρχεται από την συνδυαστική μορφή του "un-" (που δείχνει αντίθεση) και "stable", υποδεικνύοντας την έλλειψη σταθερότητας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Συναισθηματικά αβέβαιος - Συναισθηματικά αδύναμος

Αντώνυμα: - Συναισθηματικά σταθερός - Συναισθηματικά ισχυρός



25-07-2024