Η φράση "emotionally unstable" αποτελεί επιθετική φράση.
/ɪˈmoʊʃənəli ʌnˈsteɪbəl/
Η φράση "emotionally unstable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που έχει μεταβαλλόμενα συναισθήματα ή ασταθή ψυχολογική κατάσταση. Τα άτομα που χαρακτηρίζονται έτσι συχνά βιώνουν ξαφνικές αλλαγές διάθεσης, δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν ή να εκφράσουν τα συναισθήματά τους και μπορεί να θεωρούνται ευαίσθητα ή ευάλωτα.
Η χρήση της φράσης είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερο σε ψυχολογικά ή θεραπευτικά πλαίσια, αλλά χρησιμοποιείται και στον καθημερινό προφορικό λόγο.
Είναι συναισθηματικά ασταθής από τότε που χώρισε.
Emotionally unstable individuals may benefit from therapy to find stability.
Τα συναισθηματικά ασταθή άτομα μπορεί να ωφεληθούν από τη θεραπεία για να βρουν σταθερότητα.
His emotionally unstable behavior caused concern among his friends.
Φαίνεται συναισθηματικά ασταθής, πάντα αντιδρά έντονα σε μικρά προβλήματα.
"Being emotionally unstable can lead to difficulties in maintaining relationships."
Το να είσαι συναισθηματικά ασταθής μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολίες στη διατήρηση σχέσεων.
"When someone is emotionally unstable, it's important to approach them with care."
Όταν κάποιος είναι συναισθηματικά ασταθής, είναι σημαντικό να τον προσεγγίσεις με προσοχή.
"Her emotionally unstable condition made her feel isolated from her peers."
Η συναισθηματικά ασταθής κατάσταση την έκανε να νιώθει απομονωμένη από τους συνομηλίκους της.
"In times of stress, she becomes more emotionally unstable than usual."
Η λέξη "emotionally" προέρχεται από το ουσιαστικό "emotion" που σημαίνει συναίσθημα και προστίθεται το κατάλληλο σωματικό ρήμα που δείχνει κατάσταση. Η λέξη "unstable" προέρχεται από την συνδυαστική μορφή του "un-" (που δείχνει αντίθεση) και "stable", υποδεικνύοντας την έλλειψη σταθερότητας.
Συνώνυμα: - Συναισθηματικά αβέβαιος - Συναισθηματικά αδύναμος
Αντώνυμα: - Συναισθηματικά σταθερός - Συναισθηματικά ισχυρός