Επίθετο (Used as a noun in legal contexts)
/ɛmˈfaɪtəˌtɑː/
Ο όρος "emphyteuta" προέρχεται από το ρωμαϊκό δίκαιο και αναφέρεται σε άτομο που έχει την επικαρπία μισθωμένης γης για μεγάλο χρονικό διάστημα, συνήθως μερικών δεκαετιών ή ακόμα και αιώνων. Ο empyhteuta έχει άδειες να χρησιμοποιεί και να εκμεταλλεύεται τη γη σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης ενοικίασης.
Είναι πιο συνηθισμένο σε νομικά και ιστορικά κείμενα και λιγότερο στη γενική γλώσσα, καθώς μιλά για ειδικούς τομείς του δικαίου ή της γεωργίας.
Ο επικαρπωτής έχει το δικαίωμα να βελτιώσει τη γη, εφόσον τηρεί τις υποχρεώσεις της σύμβασης.
In ancient Rome, an emphyteuta could gain ownership of the land after a specified period.
Στη αρχαία Ρώμη, ένας επικαρπωτής μπορούσε να αποκτήσει την ιδιοκτησία της γης μετά από καθορισμένο χρονικό διάστημα.
The rights of an emphyteuta vary depending on the local laws governing land use.
Ο όρος "emphyteuta" δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός για τη χρήση του σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρείτε χρήσιμες προτάσεις στις νομικές και γεωργικές κοινοτικές επικοινωνίες:
Για να γίνεις επικαρπωτής, πρέπει να διαχειριστείς περίπλοκες νομικές απαιτήσεις.
The responsibilities of an emphyteuta include regular maintenance of the property.
Οι ευθύνες ενός επικαρπωτή περιλαμβάνουν τη regular συντήρηση της ιδιοκτησίας.
An emphyteuta has the unique right to develop the land without losing ownership.
Ο όρος "emphyteuta" προέρχεται από το ελληνικό ρήμα "emphyteuo", που σημαίνει "να φυτεύω" ή "να τοποθετώ", το οποίο παραπέμπει στην πηγή γης και την ανάπτυξή της.
Συνώνυμα - Επικαρπωτής - Μισθωτής γης
Αντώνυμα - Ιδιοκτήτης (Owner) - Ξένος χρήστης γης (Trespasser)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τον όρο "emphyteuta" και τη χρήση του στη γλώσσα Αγγλικά.