Η φράση "empirically confirmable result" λειτουργεί ως ουσιαστικό σύνθετο.
/ɪmˈpɪrɪkli kənˈfɜːr.mə.bəl rɪˈzʌlt/
Ο όρος "empirically confirmable result" αναφέρεται σε ένα αποτέλεσμα που μπορεί να επιβεβαιωθεί μέσω παρατήρησης ή πειραματικής έρευνας. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των επιστημών για να περιγράψει αποτελέσματα που μπορούν να επαληθευτούν αντικειμενικά και ανεξαρτήτως της υποκειμενικής γνώμης. Η χρήση του είναι συχνή σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε επιστημονικές μελέτες και έγγραφα.
Η μελέτη στόχευε να παρέχει εμπειρικά επιβεβαιώσιμα αποτελέσματα που θα ενίσχυαν την κατανόηση του φαινομένου.
Researchers are always looking for empirically confirmable results to support their hypotheses.
Οι ερευνητές αναζητούν πάντα εμπειρικά επιβεβαιώσιμα αποτελέσματα για να υποστηρίξουν τις υποθέσεις τους.
An empirically confirmable result is crucial for the credibility of scientific research.
Ο όρος "empirical" μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Τα εμπειρικά στοιχεία υποστηρίζουν τη θεωρία.
In empirical terms, the findings are significant.
Με εμπειρικούς όρους, τα ευρήματα είναι σημαντικά.
The project relies heavily on empirical research.
Το έργο στηρίζεται κατά πολύ σε εμπειρική έρευνα.
An empirical approach yields the best results.
Μια εμπειρική προσέγγιση αποδίδει τα καλύτερα αποτελέσματα.
To be taken seriously, claims must be grounded in empirical data.
Η λέξη "empirical" προέρχεται από το λατινικό "empiricus" και το ελληνικό "ἐμπειρία" (empeiria), που σημαίνει «εμπειρία», και αναφέρεται σε γνώσεις που αποκτώνται μέσω της εμπειρίας ή της παρατήρησης.
Συνώνυμα: - Observational result - Experimental outcome
Αντώνυμα: - Theoretical result - Hypothetical outcome
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια λεπτομερή εικόνα της φράσης "empirically confirmable result" και των χρήσεών της στη γλώσσα Αγγλικά.