empty glume: ουσιαστικό
empty glume: /ˈɛmpti ɡluːm/
Η φράση "empty glume" χρησιμοποιείται κυρίως στη βοτανολογία και τη φυτολογία. Αναφέρεται στο τμήμα ενός σπόρου ή φυτού που δεν περιέχει σπόρους ή θρεπτικά στοιχεία, και συνήθως σχετίζεται με τη διαδικασία της ανάπτυξης ή της μορφολογίας των φυτών. Σε πολλές περιπτώσεις, η κενή γλωμώδης υποδεικνύει κατάσταση που δεν έχει γόνιμα ή λειτουργικά χαρακτηριστικά.
Η φράση δεν είναι ευρέως διαδεδομένη στην καθημερινή ομιλία, αλλά είναι συχνά παρατηρούμενη σε ειδικές επιστημονικές μελέτες και δημοσιεύσεις. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε ακαδημαϊκές και ερευνητικές εργασίες.
Η κενή γλωμώδης του χόρτου δεν κρατούσε κανέναν σπόρο.
Botanists study the empty glume to understand the plant's reproductive process.
Η φράση "empty glume" δεν είναι συνήθως συνδεδεμένη με ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά βρισκόμενη σε επιστημονικό πλαίσιο, μπορεί να συνδυαστεί με άλλες σχετικές έννοιες:
Η επιβίωση του φυτού εξαρτάται από την ικανότητά του να αποφεύγει τις κενές γλωμώδεις.
"Farmers must be cautious about empty glumes when selecting seed varieties."
Η λέξη "glume" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "gluma", που σημαίνει "φλοιός". Ο όρος "empty" προέρχεται από το Αγγλικό "emptie" που σημαίνει "άδειος", από το Παλαιό Αγγλικό "ādmǣtian", που σημαίνει "να κρατάει".
Συνώνυμα: - hollow husk (κενός φλοιός) - barren husk (άγονος φλοιός)
Αντώνυμα: - filled glume (γεμάτη γλωμώδης) - fertile husk (γονιμό φλοιό)