Empty-gutted είναι ένα επίθετο.
/ˈɛmpti ˈɡʌtɪd/
Η λέξη empty-gutted χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι εντελώς άδειο ή λείπει από κάτι σημαντικό, κυρίως σε συναισθηματικό ή ψυχολογικό επίπεδο. Έχει μια πιο αυστηρή και συναισθηματική ποιότητα και μπορεί να Substantiate μεταξύ των ανθρώπων σε καταστάσεις απώλειας ή απογοήτευσης. Στη γλώσσα των Αγγλίδων, δεν είναι μια καθημερινή λέξη και χρησιμοποιείται περιοδικά, κυρίως σε γραπτά και λογοτεχνικά κείμενα.
Μετά την ξαφνική απώλεια της δουλειάς της, ένιωθε άδεια και κατεστραμμένη.
The empty-gutted feeling after the breakup was overwhelming.
Η λέξη empty-gutted δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με κάποιες εκφράσεις ώστε να αποδίδεται περαιτέρω το συναίσθημα:
Ένιωσα τελείως άδειος και κατεστραμμένος μετά την είδηση.
He walked around with an empty-gutted look on his face.
Περιφερόταν με μια έκφραση άδειας και κατεστραμμένης ψυχής στο πρόσωπό του.
The empty-gutted silence in the room was deafening.
Η λέξη empty προέρχεται από το παλιό Αγγλικό "æmtig," που σημαίνει "χωρίς περιεχόμενο." Ο όρος gutted προέρχεται από το παλιό Γερμανικό "gutta," που σημαίνει "τρώγομαι" ή "αφαιρείται η εσωτερική ύλη." Η ένωση των δύο λέξεων δίνει την έννοια μιας πλήρους απουσίας περιεχομένου ή συναισθηματικής πληρότητας.
Συνώνυμα: - void - hollow - empty-hearted
Αντώνυμα: - fulfilled - contented - whole
Αυτή η ανάλυση της λέξης empty-gutted παρέχει μια ολοκληρωμένη αντίληψη για τη χρήση, τη σημασία και τους διάφορους συνδυασμούς της στην αγγλική γλώσσα.