Επίθετο (Adjective)
/ɛmˈpɪrɪkəl/
Η λέξη "empyrical" αναφέρεται σε κάτι που βασίζεται στην εμπειρία ή την παρατήρηση, αντί σε θεωρίες ή υποθέσεις. Χρησιμοποιείται συνήθως στον τομέα των επιστημών και της φιλοσοφίας για να περιγράψει προσεγγίσεις που βασίζονται στη συγκέντρωση και ανάλυση δεδομένων από τον πραγματικό κόσμο. Η χρήση της ενδέχεται να είναι πιο συχνή στο γραπτό κείμενο, κυρίως σε ακαδημαϊκά έργα, ενώ μπορεί να είναι λιγότερο comum στον προφορικό λόγο.
Η εμπειρική δεδομένα είναι κρίσιμα για την επιστημονική έρευνα.
Many theories need to be tested with empyrical evidence.
Πολλές θεωρίες πρέπει να δοκιμαστούν με εμπειρικά στοιχεία.
His conclusions are based on empyrical observations rather than assumptions.
Η λέξη "empyrical" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τη γνώση ή την κατανόηση που αποκτάται μέσω της εμπειρίας, όπως:
Η εμπειρική γνώση είναι καλύτερη από τη θεωρητική γνώση.
We need an empyrical approach to solve real-world problems.
Χρειαζόμαστε μια εμπειρική προσέγγιση για να λύσουμε προβλήματα του πραγματικού κόσμου.
Empyrical studies provide insights that pure theory cannot.
Οι εμπειρικές μελέτες παρέχουν γνώσεις που δεν μπορεί να προσφέρει η καθαρή θεωρία.
An empyrical foundation is essential in scientific methodologies.
Η λέξη "empyrical" προέρχεται από το ελληνικό "ἐμπειρία" (empeiria), που σημαίνει εμπειρία. Στην αρχαία ελληνική, η έννοια της εμπειρίας ήταν βασική για την απόκτηση γνώσης, και αυτή η παράδοση συνεχίζεται στη σύγχρονη χρήση του όρου.
Συνώνυμα: - Εμπειρικός - Πρακτικός - Συναφής
Αντώνυμα: - Θεωρητικός - Υποθετικός - Αφηρημένος