"Enameling" είναι ένα ουσιαστικό.
/enˈæm.əl.ɪŋ/
Η λέξη "enameling" αναφέρεται στη διαδικασία εφαρμογής εμαγιέ σε επιφάνειες, συνήθως σε μέταλλα ή κεραμικά, για τη δημιουργία μιας προστατευτικής ή διακοσμητικής στρώσης. Αυτή η τεχνική χρησιμοποιείται συχνά στην κοσμηματοποιία, στα κεραμικά και στις διακοσμητικές τέχνες. Η χρήση της είναι συχνή στον γραπτό λόγο, ειδικά σε κείμενα που σχετίζονται με την τέχνη και την κατασκευή.
"Ο καλλιτέχνης παρουσίασε τις τεχνικές εμαγιέ του στην έκθεση."
"Enameling is an ancient craft that adds beauty to metal objects."
Η λέξη "enameling" δεν είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά εδώ είναι μερικές φράσεις που σχετίζονται με την έννοια της συναισθηματικής έντασης και της εκτίμησης:
"Ήταν μαγεμένη από την ομορφιά των τεχνικών εμαγιέ."
"His enameling skills set him apart from other artists."
"Οι δεξιότητες εμαγιέ του τον ξεχώρισαν από άλλους καλλιτέχνες."
"We were enamored by the intricate designs in the enameling."
Η λέξη "enameling" προέρχεται από το γαλλικό "émail" που σημαίνει εμαγιέ, και έχει ρίζες με λατινική καταγωγή, συνδεδεμένες με τον όρο "smaltum", που αναφέρεται σε ένα είδος γυαλιού ή εμαγιέ.
Συνώνυμα: - Emaillée (γαλλικό) - Glazing (στην κεραμική)
Αντώνυμα: - Uncoating - Dullness
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "enameling", τις σημασίες της, τις χρήσεις της και την ετυμολογία της.