Ο όρος "enantiomorphous form" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/enæntiˈɔrfəs fɔrm/
Ο όρος "enantiomorphous form" αναφέρεται σε αλληλοαντίθετες ή μη συμμετρικές μορφές που συνδέονται με την ενάντια ή διαστροφή ενός άλλου αντικειμένου, συχνά χρησιμοποιούμενος στη χημεία και την κρυσταλλογραφία για να περιγράψει ζεύγη στερεών που είναι καθρέφτες η μία της άλλης. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και τεχνικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλότερη σε γραπτές εφαρμογές, όπως σε επιστημονικά άρθρα ή αναφορές.
Η κρυσταλλική δομή παρουσίαζε έναν ενάντιομορφο τύπο, αποκαλύπτοντας τη μοναδική της συμμετρία.
Scientists are studying the enantiomorphous form of the compound to understand its optical properties.
Οι επιστήμονες μελετούν την αντιμορφική μορφή της ένωσης για να κατανοήσουν τις οπτικές της ιδιότητες.
Each enantiomorphous form of the drug may have different biological effects on the human body.
Ο όρος "enantiomorphous form" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να δούμε τη χρήση της σε επιστημονικά συμφραζόμενα:
Η έρευνα για τις ενάντιομορφες μορφές συχνά οδηγεί σε επαναστάσεις στην ανάπτυξη φαρμάκων.
Understanding enantiomorphous forms can be crucial in fields like organic chemistry.
Η κατανόηση των ενάντιομορφων μορφών μπορεί να είναι κρίσιμη σε τομείς όπως η οργανική χημεία.
The study of enantiomorphous forms is integral to materials science.
Ο όρος προέρχεται από την ελληνική λέξη "enantios" (ενάντιος) και "morphe" (μορφή), προσδιορίζοντας την έννοια των αντικειμένων που είναι αλληλοαντίθετα σε μορφή ή διάταξη.
Συνώνυμα: - enantiomorphic form - chiral form
Αντώνυμα: - achiral form - symmetrical form