Επίθετο
/ɛnˈsɛfəˌlɔɪd/
Η λέξη "encephaloid" αναφέρεται σε κάτι που έχει μορφή ή είναι σχετικό με το εγκέφαλο ή τις εγκεφαλικές δομές. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά ή επιστημονικά κείμενα που περιγράφουν εξειδικευμένα θέματα σχετικά με τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου. Η χρήση της είναι λιγότερο συχνή στην προφορική γλώσσα και πιο διαδεδομένη σε γραπτά και επιστημονικά κείμενα.
Ο όγκος περιγράφηκε ως εγκεφαλοειδής στη φύση.
He studied encephaloid tissue under the microscope.
Μελέτησε το εγκεφαλοειδές ιστό υπό το μικροσκόπιο.
The doctor explained the encephaloid characteristics of the patient's condition.
Η λέξη "encephaloid" δεν είναι γνωστή για ιδιωματικές εκφράσεις στην Αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επιστημονικές διατυπώσεις:
Οι εγκεφαλοειδείς μαζές που βρέθηκαν στα δείγματα εγκεφάλου προκάλεσαν ανησυχία.
The researchers focused on the encephaloid formations associated with neurological disorders.
Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν στις εγκεφαλοειδείς μορφές που σχετίζονται με νευρολογικές διαταραχές.
Understanding encephaloid growths can lead to better treatment options.
Η λέξη προέρχεται από το ελληνικό "ἐγκέφαλος" (enkephalos), που σημαίνει "εγκέφαλος", σε συνδυασμό με το επίθημα "-oid", που σημαίνει "όμοιο" ή "σε μορφή".
Συνώνυμα: - εγκεφαλικός - εγκεφαλικός ιστός
Αντώνυμα: - εξωσκλήρος (εκτός του εγκεφάλου) - σωματικός (αναφερόμενος σε άλλες περιοχές του σώματος)