Ουσιαστικό
/ˌɛn.səˌfæloʊ.maɪəˈlɒp.ə.θi/
Η εγκεφαλομυελοπάθεια αναφέρεται σε οποιαδήποτε πάθηση που επηρεάζει τον εγκέφαλο (encephalo-) και τον νωτιαίο μυελό (myelo-). Είναι ένας ιατρικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει νευρολογικές διαταραχές που συνδυάζουν προβλήματα και στους δύο αυτούς περιορισμούς.
Η λέξη αυτή είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε ιατρικά κείμενα και βρίσκεται σε γραπτό και προφορικό λόγο, κυρίως στον τομέα της ιατρικής και της επιστημονικής έρευνας.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με εγκεφαλομυελοπάθεια μετά από μια σειρά νευρολογικών εξετάσεων.
Researchers are studying the causes of encephalomyelopathy to develop better treatment options.
Η λέξη "encephalomyelopathy" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, λόγω της εξειδικευμένης ιατρικής φύσης της. Ωστόσο, σε ιατρικά και επιστημονικά συμφραζόμενα μπορεί να υπάρχουν μερικές φράσεις:
"Διαγνωσμένος με εγκεφαλομυελοπάθεια, ο ασθενής αντιμετώπισε πολλές προκλήσεις."
"The team is focused on the underlying mechanisms of encephalomyelopathy."
"Η ομάδα επικεντρώνεται στους υποκείμενους μηχανισμούς της εγκεφαλομυελοπάθειας."
"Advancements in technology have improved the diagnosis of encephalomyelopathy."
Η λέξη "encephalomyelopathy" προέρχεται από τις ελληνικές ρίζες: - encephalo- (ἐγκέφαλος) που σημαίνει «εγκέφαλος» - myelo- (μυελός) που σημαίνει «νωτιαίος μυελός» - -pathy (πάθηση) που σημαίνει «πάθηση» ή «νόσος».
Συνώνυμα: - Εγκεφαλομυελική νόσος - Νευροπάθεια
Αντώνυμα: - Υγιής κατάσταση (healthy condition) - Κανονική (normal) λειτουργία του εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού