enchase - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

enchase (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Enchase είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/ɪnˈtʃeɪs/

Επιλογές μετάφρασης για το Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "enchase" αναφέρεται στη διαδικασία ενσωματώσεως βοτσαλών ή πολύτιμων λίθων σε επιφάνειες ή αντικείμενα, συχνά για να δημιουργηθεί ένα καλλιτεχνικό σχέδιο ή να δοθεί περισσότερη αξία σε ένα αντικείμενο. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της κοσμηματοποιίας και των τεχνών. Η χρήση της γενικά είναι πιο κοινή σε γραπτό περιβάλλον, ειδικά σε περιγραφές τεχνικών και καλλιτεχνικών διαδικασιών, αν και μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The artisan decided to enchase the ring with delicate emeralds.
  2. Ο τεχνίτης αποφάσισε να ενσωματώσει το δαχτυλίδι με λεπτές σμαράγδους.

  3. She wanted to enchase the necklace with her grandmother’s pearls.

  4. Ήθελε να ενσωματώσει το κολιέ με τις πέρλες της γιαγιάς της.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "enchase" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σχετικές προτάσεις:

  1. To enchase memories in a meaningful way is an artist's goal.
  2. Να ενσωματώσει τις αναμνήσεις με έναν σημασιολογικό τρόπο είναι ο στόχος ενός καλλιτέχνη.

  3. We must enchase our connections with our heritage.

  4. Πρέπει να ενσωματώσουμε τις συνδέσεις μας με την κληρονομιά μας.

  5. The designer aims to enchase each piece with unique details.

  6. Ο σχεδιαστής στοχεύει να ενσωματώσει κάθε κομμάτι με μοναδικές λεπτομέρειες.

Ετυμολογία

Η λέξη "enchase" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "enchâser", που σημαίνει "ενσωματώνω" και προέρχεται από το "châsse" (κουτί ή θησαυρός), που αναφέρεται σε ένα πλαίσιο ή λεπτομέρεια που περιβάλλει κάτι πολύτιμο.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα - Incorporate - Embed - Enclose

Αντώνυμα - Remove - Extract - Disengage



25-07-2024