Enchase είναι ρήμα.
/ɪnˈtʃeɪs/
Η λέξη "enchase" αναφέρεται στη διαδικασία ενσωματώσεως βοτσαλών ή πολύτιμων λίθων σε επιφάνειες ή αντικείμενα, συχνά για να δημιουργηθεί ένα καλλιτεχνικό σχέδιο ή να δοθεί περισσότερη αξία σε ένα αντικείμενο. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της κοσμηματοποιίας και των τεχνών. Η χρήση της γενικά είναι πιο κοινή σε γραπτό περιβάλλον, ειδικά σε περιγραφές τεχνικών και καλλιτεχνικών διαδικασιών, αν και μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
Ο τεχνίτης αποφάσισε να ενσωματώσει το δαχτυλίδι με λεπτές σμαράγδους.
She wanted to enchase the necklace with her grandmother’s pearls.
Η λέξη "enchase" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σχετικές προτάσεις:
Να ενσωματώσει τις αναμνήσεις με έναν σημασιολογικό τρόπο είναι ο στόχος ενός καλλιτέχνη.
We must enchase our connections with our heritage.
Πρέπει να ενσωματώσουμε τις συνδέσεις μας με την κληρονομιά μας.
The designer aims to enchase each piece with unique details.
Η λέξη "enchase" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "enchâser", που σημαίνει "ενσωματώνω" και προέρχεται από το "châsse" (κουτί ή θησαυρός), που αναφέρεται σε ένα πλαίσιο ή λεπτομέρεια που περιβάλλει κάτι πολύτιμο.
Συνώνυμα - Incorporate - Embed - Enclose
Αντώνυμα - Remove - Extract - Disengage