encumbering - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

encumbering (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "encumbering" είναι ρήμα (gerund ή συμμετοχή).

Φωνητική μεταγραφή

/ɪnˈkʌm.bər.ɪŋ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Το "encumbering" αναφέρεται στη διαδικασία του να κάνεις κάτι πιο δύσκολο ή να επιβάλεις βάρος σε κάτι ή σε κάποιον, συνήθως με την προσθήκη περιορισμών ή υποχρεώσεων. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά ή οικονομικά συμφραζόμενα, αλλά και σε πιο καθημερινές καταστάσεις, όπου η δυνατότητα κίνησης ή δράσης είναι περιορισμένη.

Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά

Το "encumbering" χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό κείμενο και μπορεί να συνδέεται με νομικούς ή διοικητικούς όρους. Η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια, και είναι πιο σχετικό με πιο επίσημες ή τεχνικές συνομιλίες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The new regulations are encumbering businesses with excessive paperwork.
  2. Οι νέοι κανονισμοί επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις με υπερβολική γραφειοκρατία.

  3. She felt that her debts were encumbering her ability to travel.

  4. Αισθανόταν ότι τα χρέη της παρεμπόδιζαν την ικανότητά της να ταξιδεύει.

  5. The encumbering rules made it hard for the team to function effectively.

  6. Οι επιβαρυντικοί κανόνες καθιστούσαν δύσκολη τη λειτουργία της ομάδας αποτελεσματικά.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "encumbering" не είναι ιδιαίτερα κοινό στις ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με διάφορους τρόπους για να περιγράψει καταστάσεις που σχετίζονται με περιορισμούς ή βάρη.

  1. Encumbering one's progress
  2. The debt was encumbering his progress in life.
  3. Το χρέος εμπόδιζε την πρόοδό του στη ζωή.

  4. Encumbering a decision

  5. They were encumbering the decision-making process with unnecessary discussions.
  6. Εμπόδιζαν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων με περιττές συζητήσεις.

  7. Encumbering one's freedom

  8. He realized that his responsibilities were encumbering his freedom to explore new opportunities.
  9. Συνειδητοποίησε ότι οι ευθύνες του εμπόδιζαν την ελευθερία του να εξερευνήσει νέες ευκαιρίες.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "encumber" προέρχεται από την πτώση του γαλλικού "encumber," το οποίο έχει τις ρίζες του στο λατινικό "incumbere," που σημαίνει "να πέσεις πάνω σε κάτι (να βαρύνεις)" από την έννοια του "verv- να πάτημα".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - burdening - hindering - obstructing

Αντώνυμα: - freeing - aiding - facilitating

Αυτές οι πληροφορίες περιλαμβάνουν μια συνολική ανάλυση της λέξης "encumbering" και πώς αυτή χρησιμοποιείται στη σύγχρονη αγγλική γλώσσα.



25-07-2024