Το "encumbering" είναι ρήμα (gerund ή συμμετοχή).
/ɪnˈkʌm.bər.ɪŋ/
Το "encumbering" αναφέρεται στη διαδικασία του να κάνεις κάτι πιο δύσκολο ή να επιβάλεις βάρος σε κάτι ή σε κάποιον, συνήθως με την προσθήκη περιορισμών ή υποχρεώσεων. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά ή οικονομικά συμφραζόμενα, αλλά και σε πιο καθημερινές καταστάσεις, όπου η δυνατότητα κίνησης ή δράσης είναι περιορισμένη.
Το "encumbering" χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό κείμενο και μπορεί να συνδέεται με νομικούς ή διοικητικούς όρους. Η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια, και είναι πιο σχετικό με πιο επίσημες ή τεχνικές συνομιλίες.
Οι νέοι κανονισμοί επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις με υπερβολική γραφειοκρατία.
She felt that her debts were encumbering her ability to travel.
Αισθανόταν ότι τα χρέη της παρεμπόδιζαν την ικανότητά της να ταξιδεύει.
The encumbering rules made it hard for the team to function effectively.
Το "encumbering" не είναι ιδιαίτερα κοινό στις ιδιωματικές εκφράσεις στα Αγγλικά, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με διάφορους τρόπους για να περιγράψει καταστάσεις που σχετίζονται με περιορισμούς ή βάρη.
Το χρέος εμπόδιζε την πρόοδό του στη ζωή.
Encumbering a decision
Εμπόδιζαν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων με περιττές συζητήσεις.
Encumbering one's freedom
Η λέξη "encumber" προέρχεται από την πτώση του γαλλικού "encumber," το οποίο έχει τις ρίζες του στο λατινικό "incumbere," που σημαίνει "να πέσεις πάνω σε κάτι (να βαρύνεις)" από την έννοια του "verv- να πάτημα".
Συνώνυμα: - burdening - hindering - obstructing
Αντώνυμα: - freeing - aiding - facilitating
Αυτές οι πληροφορίες περιλαμβάνουν μια συνολική ανάλυση της λέξης "encumbering" και πώς αυτή χρησιμοποιείται στη σύγχρονη αγγλική γλώσσα.