Επίθετο
/ˈɛnərˌdʒaɪzɪŋ/
Η λέξη "energizing" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που προσφέρει ενέργεια ή κίνητρο. Συνήθως αναφέρεται σε καταστάσεις, δραστηριότητες ή ιδέες που αναζωογονούν ή αυξάνουν την ενέργεια, είτε σωματικά είτε ψυχικά. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μεγαλύτερη συχνότητα σε πιο χαλαρά και καθημερινά συμφραζόμενα.
Η τονωτική προπόνηση άφησε όλους να νιώθουν υπέροχα.
Listening to energizing music can boost your motivation.
Η ακρόαση ζωηρής μουσικής μπορεί να ενισχύσει την κίνητρό σας.
Participating in the energetically led seminar was refreshing.
Η λέξη "energizing" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που συνδέονται με την ενέργεια και τη δραστηριότητα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Ένας τονωτικός καφές μπορεί να δώσει εκκίνηση στη μέρα σας.
They found the energizing atmosphere of the conference inspiring.
Βρήκαν την τονωτική ατμόσφαιρα του συνεδρίου εμπνευσμένη.
A good night’s sleep is energizing for the body and mind.
Ένας καλός ύπνος είναι τονωτικός για το σώμα και το μυαλό.
Yoga can be an energizing experience for both body and soul.
Η γιόγκα μπορεί να είναι μια ενδυναμωτική εμπειρία για το σώμα και την ψυχή.
She loves going for a run in the morning; it’s so energizing!
Η λέξη "energizing" προέρχεται από το ρήμα "energize", το οποίο σχηματίζεται από τη λέξη "energy" (ενέργεια) και την κατάληξη "-ize", που σημαίνει «να γίνει» ή «να προκαλέσει». Έτσι, το "energizing" σημαίνει «να φέρνει ενέργεια».
Συνώνυμα: - stimulating (διεγερτικός) - invigorating (ανεξάντλητος) - refreshing (αναζωογονητικός)
Αντώνυμα: - draining (εξαντλητικός) - exhausting (κουραστικός) - tiring (κουράζοντος)