Η λέξη "enfold" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να περιβάλλεις ή να κλείνεις κάτι μέσα σε άλλο. Συχνά αναφέρεται σε φυσικούς ή αφηρημένους τρόπους περιτύλιξης ή περιέχουσας. Στη γλώσσα Αγγλικά, χρησιμοποιείται σε διάφορα συμφραζόμενα, τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αν και έχει μια πιο ποιητική ή βαρύνουσα σημασία.
Οι απαλές κυματοθραύσεις αγκάλιασαν το μικρό καράβι.
Memories of childhood enfolded her thoughts as she gazed into the distance.
Η λέξη "enfold" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδεθεί με κάποιες πιο ποιητικές ή λογοτεχνικές φράσεις.
Η αγκαλιά τους φαινόταν να την περιβάλλει με ζεστασιά και άνεση.
Enfold the secrets: The ancient trees enfold the secrets of the past within their roots.
Τα αρχαία δέντρα περιλαμβάνουν τα μυστικά του παρελθόντος στα ριζωμένα τους.
Enfold in love: The family enfolded the new member in love and acceptance.
Η λέξη "enfold" προέρχεται από το Αγγλικό "in" (μέσα) και "fold" (διπλώνω ή περιτυλίγω). Η σύνθεση δείχνει την έννοια της διπλώματος ή του περιτυλίγματος κάτι μέσα σε άλλο.
Συνώνυμα: - Wrap - Enclose - Embrace
Αντώνυμα: - Unfold - Expose - Release