Μέρος του λόγου: Ρήμα
Φωνητική μεταγραφή στα Αγγλικά (Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο): /ɪnˈhænsɪŋ/
Σημασίες/Χρήσεις: 1. Το πηγαίο ρήμα είναι "enhance", που σημαίνει να βελτιώνετε ή να ενισχύετε κάτι.
Χρησιμοποιείται συχνά στην αγγλική γλώσσα σε γραπτό και προφορικό λόγο, κυρίως για να περιγράψει την δράση της βελτίωσης ή ενίσχυσης κάτι. Είναι συνηθισμένη σε επαγγελματικό περιβάλλον ή σε συνομιλίες.
Χρήση σε χρόνους ρημάτων (tenses): - Παρόν: enhance - Παρατατικός: was/were enhancing - Αόριστος: enhanced - Παρακείμενος: have/has enhanced - Ύστερος αόριστος: had enhanced - Μέλλον: will enhance - Συντελεσμένος μέλλοντας: will have enhanced - Επιτελεσμένη μορφή με το gerund: enhancing
Παράδειγμα: 1. Her new haircut is enhancing her natural beauty. Η καινούργια κοψία της βελτιώνει τη φυσική της ομορφιά.
Ιδιωματικές εκφράσεις: Το "enhancing" συνήθως χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις. Εδώ είναι μερικά παραδείγματα: 1. Enhancing one's reputation: Βελτιώνοντας τη φήμη κάποιου 2. Enhancing the flavor: Ενισχύοντας τη γεύση 3. Enhancing performance: Βελτιώνοντας την επίδοση
Ετυμολογία: Η λέξη "enhance" προέρχεται από τα μέσα της 13ης αιώνα, στη μορφή του μέσα αγγλικού "enauncen", από τη γαλλική λέξη "enancer", που προέρχεται από το λατινικό "ob-ante" που σημαίνει "να κάνω μπροστά".
Συνώνυμα και Αντώνυμα: Συνώνυμα: βελτιώνω, ενισχύω, αυξάνω Αντώνυμα: μειώνω, εξασθενώ, υποβαθμίζω