Ρήμα (verb)
/ɛnˈsaɪl/
Το ρήμα "ensile" αναφέρεται στη διαδικασία αποθήκευσης χόρτου (ή άλλων φυτικών υλικών) σε αεροστεγή κατάσταση για να διατηρηθεί η τροφή σε άριστη κατάσταση. Χρησιμοποιείται κυρίως μέσα σε γεωργικούς και κτηνοτροφικούς τομείς. Η συχνότητα χρήσης του είναι πιο έντονη στο γραπτό λόγο και σε τεχνικά κείμενα που σχετίζονται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Οι αγρότες συχνά συγκομίζουν καλαμπόκι για να ταΐσουν τα ζώα κατά τους χειμερινούς μήνες.
The process to ensile grass requires careful management to ensure fermentation occurs properly.
Η διαδικασία για την αποθήκευση χόρτου απαιτεί προσεκτική διαχείριση για να διασφαλιστεί ότι η ζύμωση γίνεται σωστά.
Many dairy farmers choose to ensile a portion of their hay crop for better quality feed.
Στην αγγλική γλώσσα, το "ensile" δεν χρησιμοποιείται ουσιαστικά σε ιδιωματικές εκφράσεις άλλες από αυτές που σχετίζονται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Ωστόσο, μπορεί να βρείτε τις παρακάτω χρήσεις:
«Θέλετε να εκμεταλλευτείτε τον ήλιο και να συγκομίσετε τυχόν πλεόνασμα.»
"To ensile is to ensure your herd has enough food in lean times."
«Η συγκομιδή διασφαλίζει ότι το κοπάδι σας έχει αρκετό φαγητό σε δύσκολες εποχές.»
"When crops are plentiful, farmers should ensile to prevent waste."
Η λέξη "ensile" προέρχεται από το λατινικό "siliqua", που σημαίνει θήκη, και σχετίζεται με την αγγλική λέξη "silo". Το "ensile" άρχισε να χρησιμοποιείται στα τέλη του 19ου αιώνα στη γεωργική ορολογία.
Συνώνυμα - Preserve (διατηρώ) - Store (αποθηκεύω)
Αντώνυμα - Expose (εκθέτω) - Release (απελευθερώνω)
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "ensile".