Το "enslave" είναι ρήμα (verb).
/fənˈsleɪv/
Το "enslave" σημαίνει να καταστήσεις κάποιον ή κάτι δούλο, να αφαιρέσεις την ελευθερία του. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό και προφορικό λόγο για να περιγράψει την πράξη της υποδούλωσης ανθρώπων ή ομάδων. Είναι μια λέξη με ιστορικό βάθος, συχνά συνδεδεμένη με την εχθρική μεταχείριση και την εκμετάλλευση.
Η λέξη "enslave" χρησιμοποιείται συνήθως σε κοινωνικά και ιστορικά συμφραζόμενα. Έχει σχετικά καλή συχνότητα χρήσης, ιδιαίτερα σε κείμενα που αναφέρονται στην ιστορία της δουλείας και την ανθρωπιστική εργασία. Η χρήση της μπορεί να παρατηρηθεί και σε ακαδημαϊκά άρθρα, βιβλία ή ντοκιμαντέρ.
The colonizers aimed to enslave the native population for labor.
Οι αποικιοκράτες είχαν σκοπό να υποδουλώσουν τον αυτόχθονα πληθυσμό για εργασία.
Many historical texts discuss how societies would enslave others for economic gain.
Πολλά ιστορικά κείμενα συζητούν πώς οι κοινωνίες υποδούλωναν άλλες για οικονομικό όφελος.
We must learn from the past to ensure we never enslave others again.
Πρέπει να μάθουμε από το παρελθόν για να διασφαλίσουμε ότι δεν θα υποδουλώσουμε ποτέ ξανά άλλους.
Η λέξη "enslave" χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να συνδεθεί με κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με καταπίεση και έλεγχο.
Trying to enslave one's mind with negative thoughts is harmful.
Η προσπάθεια υποδούλωσης του μυαλού κάποιου με αρνητικές σκέψεις είναι επιβλαβής.
We should not let fear enslave our hearts and minds.
Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στον φόβο να υποδουλώσει τις καρδιές και τα μυαλά μας.
Some people feel that social media can enslave our attention.
Ορισμένοι άνθρωποι αισθάνονται ότι τα κοινωνικά δίκτυα μπορούν να υποδουλώσουν την προσοχή μας.
Η λέξη "enslave" προέρχεται από την παλαιότερη μορφή "slave", που προέρχεται από το λατινικό "sclavus", το οποίο αναφέρεται σ' έναν δούλο και έχει τις ρίζες του στο αρχαίο ελληνικό σχέδιο. Η πρόθεση του "en-" υποδεικνύει την πράξη της "κατάστασης" ή "μετάβασης" σε κάποια κατάσταση.
Συνώνυμα: - subjugate (υποτάσσω) - oppress (καταπιέζω) - dominate (επικρατώ)
Αντώνυμα: - liberate (απελευθερώνω) - emancipate (απελευθερώνω, ελευθερώνω) - free (ελευθερώνω)