Enslavement είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /ɪnˈsleɪv.mənt/
Η λέξη enslavement αναφέρεται στη διαδικασία ή κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων γίνονται σκλάβοι, δηλαδή χάνουν την ελευθερία τους και αναγκάζονται να εργάζονται υπό καταναγκασμό χωρίς αποζημίωση. Η χρήση της λέξης είναι κυρίως σοβαρή και συνδέεται με ιστορικά φαινόμενα που περιλαμβάνουν τη δουλεία και τη καταπίεση.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, ειδικά σε ιστορικά κείμενα ή κοινωνικές συζητήσεις και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
Η υποδούλωση ανθρώπων για οικονομικό όφελος υπήρξε ένα σκοτεινό κεφάλαιο στην ανθρώπινη ιστορία.
Many activists are fighting against the modern forms of enslavement that still exist today.
Πολλοί ακτιβιστές αγωνίζονται κατά των σύγχρονων μορφών δουλείας που συνεχίζουν να υπάρχουν σήμερα.
The documentary highlighted the effects of enslavement on families over generations.
Η λέξη enslavement δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά εδώ είναι μερικές σχετικές προτάσεις με διαφορετικές χρήσεις:
"Η υποδούλωση αντρών και γυναικών ήταν νομικά επιτρεπτή σε πολλές περιοχές του κόσμου."
"To speak of enslavement is to confront the darkest elements of our past."
"Να μιλήσει κανείς για υποδούλωση είναι να έρθει αντιμέτωπος με τα πιο σκοτεινά στοιχεία του παρελθόντος μας."
"There are many narratives that explore the trauma caused by enslavement."
"Υπάρχουν πολλές αφηγήσεις που εξερευνούν το τραύμα που προκαλεί η υποδούλωση."
"The discussion on enslavement and freedom is essential for social justice."
"Η συζήτηση για την υποδούλωση και την ελευθερία είναι θεμελιώδης για την κοινωνική δικαιοσύνη."
"Historians study the impact of enslavement on contemporary society."
Η λέξη enslavement προέρχεται από το ρήμα "enslave," το οποίο είναι σύνθετο με το πρόθεμα "en-" (που δηλώνει το γινόμενο ή την αλλαγή κατάστασης) και τη λέξη "slave," που έχει τις ρίζες της στη μεσαιωνική Αγγλική "slave" (σκλάβος), το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από τη Λατινική "sclavus" και τη Σλαβική "slavъ," υποδεικνύοντας τη σχέση των Σλάβων με τη δουλεία στην Ευρώπη.
Συνώνυμα: - bondage (δουλεία) - servitude (υποταγή) - oppression (καταπίεση)
Αντώνυμα: - freedom (ελευθερία) - liberation (απελευθέρωση) - independence (ανεξαρτησία)