Entanglement είναι ουσιαστικό.
/ɪnˈtæŋɡlmənt/
Η λέξη «entanglement» αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου δύο ή περισσότερες οντότητες είναι συνδεδεμένες ή μπλεγμένες μεταξύ τους, κυρίως με την έννοια ότι η κατάσταση ή η κατάσταση της μιας επηρεάζει την άλλη. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα πλαίσια, όπως η κβαντική φυσική, όπου οι κβαντικές καταστάσεις δύο σωματίων είναι αλληλένδετες, ακόμη και όταν χωρίζονται σε μεγάλη απόσταση. Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο κοινή στη γραπτή γλώσσα λόγω της τεχνικής της φύσης.
Η συγκατάσταση των δύο σωματιδίων αποδείχθηκε στο πείραμα.
The emotional entanglement between the characters added depth to the story.
Η λέξη «entanglement» χρησιμοποιείται συχνά με την έννοια της πολύπλοκης σχέσης ή κατάστασης.
Η αλληλοσύνδεση των ζωών τους έκανε δύσκολη τη χωριστή πορεία τους.
The entanglement in the legal matters took a toll on their relationship.
Η εμπλοκή τους σε νομικά ζητήματα είχε αντίκτυπο στη σχέση τους.
There's often a complicated entanglement between personal and professional life.
Η λέξη «entanglement» προέρχεται από το ρήμα «entangle», που σημαίνει να μπλέκεις ή να σφίγγεις κάπου. Το πρόσθετο -ment δείχνει την κατάσταση ή την διαδικασία στην οποία βρίσκεται το υποκείμενο.
Συνώνυμα: - Complication (περίπλοκος) - Involvement ( εμπλοκή) - Interconnection (διασύνδεση)
Αντώνυμα: - Separation (χωρισμός) - Disengagement (αποδέσμευση) - Detachment (αποσύνδεση)