Ρήμα
/ɪnˈθroʊn/
Η λέξη "enthrone" σημαίνει να τοποθετήσετε κάποιον σε έναν θρόνο ή να τον ανακηρύξετε ως άρχοντα ή βασιλιά, συχνά σε ένα επίσημο περιβάλλον. Συνήθως χρησιμοποιείται σε πολιτικά ή βασιλικά συμφραζόμενα, και μπορεί να αναφέρεται τόσο σε φυσική στέψη όσο και σε συμβολική ανάδειξη στην εξουσία.
Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο στον γραπτό λόγο και σε ιστορικά ή λογοτεχνικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της μπορεί να είναι λιγότερη σε σύγχρονη γλώσσα, αλλά εμφανίζεται σε περιγραφές πολιτικών καταστάσεων και ιστορικών γεγονότων.
The ceremony began to enthrone the new king.
Η τελετή άρχισε για να ενθρονίσει τον νέο βασιλιά.
They decided to enthrone her as the leader of the movement.
Αποφάσισαν να την ενθρονίσουν ως ηγέτιδα της κίνησης.
The ancient rituals were meant to enthrone the deity.
Οι αρχαίες τελετές είχαν σκοπό να ενθρονίσουν τη θεότητα.
Η λέξη "enthrone" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά εδώ είναι μερικές σχετικές προτάσεις που δείχνουν τη χρήση της:
The people wanted to enthrone change and progress in their society.
Ο λαός ήθελε να ενθρονίσει την αλλαγή και την πρόοδο στην κοινωνία τους.
We must enthrone our values if we want to create a better future.
Πρέπει να ενθρονίσουμε τις αξίες μας αν θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα καλύτερο μέλλον.
It is important to enthrone wisdom over ignorance.
Είναι σημαντικό να ενθρονίσουμε τη σοφία αντί της άγνοιας.
Η λέξη "enthrone" προέρχεται από τη συνδυασμένη μορφή της αγγλικής λέξης "throne" (θρόνος) με το πρόθεμα "en-" που σημαίνει "να τοποθετώ". Έχει τις ρίζες της στην παλαιά αγγλική γλώσσα και την αρχαία ελληνική.
Συνώνυμα - Crown - Install - Elevate
Αντώνυμα - Depose - Remove - Dethrone
Αυτές οι πληροφορίες δίνουν μια ολοκληρωμένη αντίληψη σχετικά με τη λέξη "enthrone" και την χρήση της στην αγγλική γλώσσα.