Η φράση "enthusiastic(al) theatre-goer" είναι ουσιαστικό.
/enˈθjuːziæstɪk ˈθiːətər ˈɡoʊər/
Η φράση "enthusiastic theatre-goer" αναφέρεται σε ένα άτομο που έχει μεγάλο ενθουσιασμό για το θέατρο και συχνά παρακολουθεί παραστάσεις. Το "theatre-goer" υποδηλώνει κάποιον που πηγαίνει στο θέατρο (επισκέπτης θεάτρου), ενώ το "enthusiastic" περιγράφει την έντονη προτίμηση και την αγάπη του ατόμου για την τέχνη του θεάτρου. Η χρήση της φράσης εμφανίζεται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στο γραπτό πλαίσιο.
"She is an enthusiastic theatre-goer, attending every performance in town."
"Είναι μια ενθουσιώδης θεατής, παρακολουθώντας κάθε παράσταση στην πόλη."
"As an enthusiastic theatre-goer, he knows all the local actors and playwrights."
"Ως ενθουσιώδης θεατής, γνωρίζει όλους τους τοπικούς ηθοποιούς και δραματουργούς."
"Being an enthusiastic theatre-goer, she volunteers at the community theatre."
"Είτε ως ενθουσιώδης θεατής, προσφέρει εθελοντική εργασία στο κοινοτικό θέατρο."
Η φράση "theatre-goer" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, σχετιζόμενες με την εμπειρία του θεάτρου:
"A passionate theatre-goer is never late for a show."
"Ένας παθιασμένος θεατής δεν αργεί ποτέ για μια παράσταση."
"Every enthusiastic theatre-goer has their favorite performances."
"Κάθε ενθουσιώδης θεατής έχει τις αγαπημένες του παραστάσεις."
"An enthusiastic theatre-goer appreciates the art of storytelling."
"Ένας ενθουσιώδης θεατής εκτιμά την τέχνη της αφήγησης."
"Being an enthusiastic theatre-goer means supporting local productions."
"Το να είσαι ενθουσιώδης θεατής σημαίνει να υποστηρίζεις τοπικές παραγωγές."
"An enthusiastic theatre-goer often engages in discussions about the shows."
"Ένας ενθουσιώδης θεατής συχνά συμμετέχει σε συζητήσεις για τις παραστάσεις."
Η λέξη "enthusiastic" προέρχεται από το ελληνικό "enthousiasmos" που σημαίνει "εμψύχωση" ή "παράνοια", και από το "theatre" από το ελληνικό "theatron", που σημαίνει "θέαμα". Το "goer" είναι απλός σχηματισμός που προέρχεται από το ρήμα "go".