"Enumerative variable" είναι μια σύνθετη φράση που χρησιμοποιείται συνήθως ως ουσιαστικό στην Αγγλική γλώσσα.
/ɪˈnjuːmərətɪv ˈvɛrɪəbl/
Η "enumerative variable" αναφέρεται σε μια μεταβλητή που καταγράφει πλήθος ή αριθμό από αντικείμενα ή παρατηρήσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως στα μαθηματικά και την στατιστική για την αναπαράσταση μετρήσεων που σχετίζονται με αρίθμηση ή καταμέτρηση.
Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε ακαδημαϊκά ή τεχνικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης είναι πιο αυξημένη σε επιστημονικά συζητήσεις, δεδομένου ότι σχετίζεται με στατιστικά και μαθηματικά.
"Μια εντοπιστική μεταβλητή μπορεί να βοηθήσει στην ακριβή κατηγοριοποίηση των δεδομένων."
"In the study, the researchers identified several enumerative variables."
Αν και η φράση "enumerative variable" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, σχετίζεται με ορισμένες φράσεις που χρησιμοποιούνται στον τομέα της στατιστικής:
"Η μέτρηση με μια εντοπιστική μεταβλητή είναι ουσιώδης στη στατιστική."
"Using enumerative variables allows for more precise data analysis."
"Η χρήση των εντοπιστικών μεταβλητών επιτρέπει μια πιο ακριβή ανάλυση δεδομένων."
"In programming, enumerative variables can simplify complex data structures."
Η λέξη "enumerative" προέρχεται από το λατινικό "enumerare", που σημαίνει "να απαριθμώ", και η λέξη "variable" προέρχεται από το γαλλικό "variable", που σημαίνει "αλλαγή" ή "που μπορεί να αλλάξει".
Συνώνυμα: - Count variable - Numeric variable
Αντώνυμα: - Qualitative variable - Categorical variable