Enveloping είναι ένα ελκυστικό μετοχικό σύστημα που μπορεί να λειτουργήσει ως επίθετο ή ως ρήμα ανωτέρου βαθμού (verb form).
[ɪnˈvɛləpɪŋ]
Enveloping σημαίνει να περιβάλλεις ή να καλύπτεις κάτι τελείως. Στη γλώσσα των Αγγλικών χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια διαδικασία ή κατάσταση κατά την οποία κάτι είναι κυριευμένο ή καλυμμένο πλήρως από κάτι άλλο. Η συχνότητα χρήσης του enveloping είναι σχετικά πιο προς το γραπτό πλαίσιο όπου συνήθως χρησιμοποιείται σε περιγραφές, λογοτεχνία, ή επιστημονικά κείμενα.
Η ομίχλη περιλάμβανε την πόλη, δημιουργώντας μια μυστηριώδη ατμόσφαιρα.
She felt as if a warm blanket was enveloping her in comfort.
Ένιωσε σαν να την περιέβαλλε μια ζεστή κουβέρτα με άνεση.
The mountains were enveloping the quaint village like a protective embrace.
Το "enveloping" δεν είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει φράσεις που περιγράφουν καταστάσεις.
Η περιβάλλουσα θερμότητα μπορεί να αισθανθεί όταν επισκέπτεσαι μια φροντιστική οικογένεια.
The enveloping silence in the forest was almost tangible.
Η περιβάλλουσα σιγή στο δάσος ήταν σχεδόν αισθητή.
Life has a way of creating enveloping challenges that teach us valuable lessons.
Η ζωή έχει έναν τρόπο να δημιουργεί περιβάλλοντα προκλήσεων που μας διδάσκουν πολύτιμα μαθήματα.
She wrapped the gift with enveloping care to ensure it wouldn’t be damaged.
Η λέξη "enveloping" προέρχεται από το ρήμα "envelop," που με τη σειρά του προέρχεται από τη λατινική λέξη "involvere," που σημαίνει "να τυλίγω, να καλύπτω."
Συνώνυμα: - Surrounding (περιβάλλοντας) - Enfolding (τύλιγμα) - Encasing (κάλυψη)
Αντώνυμα: - Revealing (αποκάλυψη) - Exposing (εκθέτω) - Uncovering (ξεκαλύπτω)