enveloping - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

enveloping (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Enveloping είναι ένα ελκυστικό μετοχικό σύστημα που μπορεί να λειτουργήσει ως επίθετο ή ως ρήμα ανωτέρου βαθμού (verb form).

Φωνητική Μεταγραφή

[ɪnˈvɛləpɪŋ]

Μετάφραση στα Ελληνικά

Σημασία και Χρήση

Enveloping σημαίνει να περιβάλλεις ή να καλύπτεις κάτι τελείως. Στη γλώσσα των Αγγλικών χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει μια διαδικασία ή κατάσταση κατά την οποία κάτι είναι κυριευμένο ή καλυμμένο πλήρως από κάτι άλλο. Η συχνότητα χρήσης του enveloping είναι σχετικά πιο προς το γραπτό πλαίσιο όπου συνήθως χρησιμοποιείται σε περιγραφές, λογοτεχνία, ή επιστημονικά κείμενα.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. The fog was enveloping the city, creating a mystical atmosphere.
  2. Η ομίχλη περιλάμβανε την πόλη, δημιουργώντας μια μυστηριώδη ατμόσφαιρα.

  3. She felt as if a warm blanket was enveloping her in comfort.

  4. Ένιωσε σαν να την περιέβαλλε μια ζεστή κουβέρτα με άνεση.

  5. The mountains were enveloping the quaint village like a protective embrace.

  6. Τα βουνά περιλάμβαναν το γραφικό χωριό όπως μια προστατευτική αγκαλιά.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Το "enveloping" δεν είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει φράσεις που περιγράφουν καταστάσεις.

  1. Enveloping warmth can be felt when you visit a caring family.
  2. Η περιβάλλουσα θερμότητα μπορεί να αισθανθεί όταν επισκέπτεσαι μια φροντιστική οικογένεια.

  3. The enveloping silence in the forest was almost tangible.

  4. Η περιβάλλουσα σιγή στο δάσος ήταν σχεδόν αισθητή.

  5. Life has a way of creating enveloping challenges that teach us valuable lessons.

  6. Η ζωή έχει έναν τρόπο να δημιουργεί περιβάλλοντα προκλήσεων που μας διδάσκουν πολύτιμα μαθήματα.

  7. She wrapped the gift with enveloping care to ensure it wouldn’t be damaged.

  8. Τύλιξε το δώρο με περιβάλλουσα φροντίδα για να βεβαιωθεί ότι δε θα καταστραφεί.

Ετυμολογία

Η λέξη "enveloping" προέρχεται από το ρήμα "envelop," που με τη σειρά του προέρχεται από τη λατινική λέξη "involvere," που σημαίνει "να τυλίγω, να καλύπτω."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Surrounding (περιβάλλοντας) - Enfolding (τύλιγμα) - Encasing (κάλυψη)

Αντώνυμα: - Revealing (αποκάλυψη) - Exposing (εκθέτω) - Uncovering (ξεκαλύπτω)



25-07-2024