Eosinophilic pus είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό. Αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη μορφή πύου που περιέχει ηωσινόφιλα κύτταρα.
/iːɒsɪˈnɒfɪlɪk pʌs/
Το eosinophilic pus αναφέρεται σε πύον που περιέχει αυξημένο αριθμό ηωσινοφίλων, τα οποία είναι ένα είδος λευκών αιμοσφαιρίων. Η παρουσία ηωσινοφίλων στο πύον συχνά συνδέεται με αλλεργικές αντιδράσεις ή παρασιτικές λοιμώξεις. Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά ή βιολογικά κείμενα και σπάνια στα καθημερινά συζητήσεις, με αποτέλεσμα να είναι πιο συχνά στο γραπτό λόγο.
Η βιοψία αποκάλυψε ηωσινοφιλικό πύον, υποδεικνύοντας μια αλλεργική αντίδραση.
Eosinophilic pus is often found in cases of eosinophilic pneumonia.
Το ηωσινοφιλικό πύον συναντάται συχνά σε περιπτώσεις ηωσινοφιλικής πνευμονίας.
Upon investigation, the doctor noted the presence of eosinophilic pus in the infected tissue.
Η φράση «eosinophilic pus» δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, επειδή είναι τεχνικός όρος. Ωστόσο, η έννοια των ηωσινοφίλων μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περισσότερες ιατρικές εκφράσεις:
Εργαστηριακά ήταν ανιχνευτή ηωσινοφιλική διήθηση στο δείγμα ιστού.
Patients with eosinophilic disorders may produce eosinophilic pus.
Οι ασθενείς με ηωσινοφιλικές διαταραχές μπορεί να παράγουν ηωσινοφιλικό πύον.
Eosinophilic granulomatosis with polyangiitis can lead to eosinophilic pus formation.
Ο όρος eosinophilic προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις "eos" (η Δύση ή η αυγή) που σχετίζεται με το ροζ χρώμα του βάμματος ηωσίνης και "philos" (φιλικός). Ο όρος pus προέρχεται από τη λατινική λέξη "pus, puris", που σημαίνει πύον ή πυώδης ουσία.
Ελπίζω αυτές οι πληροφορίες να σας φάνηκαν χρήσιμες!