"eosinophylic leukopenia" είναι ένας όρος ιατρικής ορολογίας που αναφέρεται σε μια κατάσταση μειωμένων επιπέδων λευκών αιμοσφαιρίων (λευκοκυττάρων) στην κυκλοφορία του αίματος.
/eɪɒsɪnəˌfɪlɪk ˌluːkəˈpiːniə/
Η ηωσινοφιλική λευκοπενία είναι μια ιατρική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα ηωσινόφιλων, ενός τύπου λευκών αιμοσφαιρίων που συμμετέχουν στην ανοσολογική απόκριση του οργανισμού. Αυτή η κατάσταση μπορεί να προκληθεί από διάφορους παράγοντες, όπως αλλεργικές αντιδράσεις, λοιμώξεις και άλλες παθήσεις. Η ηωσινοφιλία είναι όταν τα ηωσινόφιλα είναι αυξημένα, ενώ η ηωσινοφιλική λευκοπενία είναι η μείωσή τους.
Όσον αφορά τη χρήση της λέξης στα Αγγλικά, αυτός ο όρος κυρίως χρησιμοποιείται στο γραπτό πλαίσιο, σε ιατρικές αναφορές και ερευνητικά άρθρα.
"Ο γιατρός διέγνωσε τον ασθενή με ηωσινοφιλική λευκοπενία και συμβούλευσε περαιτέρω εξετάσεις."
"Eosinophylic leukopenia can be indicative of underlying health issues."
Η "eosinophylic leukopenia" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι ένας εξειδικευμένος ιατρικός όρος. Ωστόσο, στην ιατρική, η συζήτηση σχετικά με ηωσινόφιλα και λευκοκύτταρα μπορεί να οδηγήσει σε έμμεσες αναφορές σε διάφορες καταστάσεις:
"Μετά τη θεραπεία, τα επίπεδα των ηωσινοφίλων επανήλθαν στο φυσιολογικό, υποδεικνύοντας βελτίωση."
"Monitoring eosinophylic leukopenia is crucial for patients undergoing chemotherapy."
Συνώνυμα: - Ασθένεια μείωσης λευκών αιμοσφαιρίων - Υπολευκοκυττάρωση (και οι δύο όροι γενικά αναφέρονται στην έλλειψη λευκών αιμοσφαιρίων)
Αντώνυμα: - Ηωσινοφιλία - Λευκοκυττάρωση (αυξημένα λευκοκύτταρα)