Επίθετο
/ˌɛpɪˌmɛnəˈriːə/
Η λέξη "epimenorrhea" αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου η εμμηνόρροια διαρκεί περισσότερο από το φυσιολογικό χρονικό διάστημα. Συνήθως, οι φυσιολογικές εμμηνορροϊκές περίοδοι διαρκούν από 3 έως 7 ημέρες, και αν μια περίοδος διαρκεί περισσότερο, αυτό μπορεί να υποδηλώνει ένα υποκείμενο ιατρικό πρόβλημα.
"The patient reported symptoms of epimenorrhea that lasted for over two weeks."
"Η ασθενής ανέφερε συμπτώματα επιμενόμενης εμμηνόρροιας που διαρκούσαν πάνω από δύο εβδομάδες."
"Doctors need to examine the cause of epimenorrhea to provide appropriate treatment."
"Οι γιατροί πρέπει να εξετάσουν την αιτία της επιμενόμενης εμμηνόρροιας για να παρέχουν κατάλληλη θεραπεία."
Ειδικά στο ιατρικό λεξιλόγιο, η λέξη "epimenorrhea" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να αναφερθεί σε καταστάσεις που συνδέονται με τη γυναικολογία. Ορισμένες επιχειρηματολογίες ή φράσεις μπορούν να περιλαμβάνουν:
"Women experiencing epimenorrhea may feel uncomfortable and seek medical advice."
"Οι γυναίκες που βιώνουν επιμενόμενη εμμηνόρροια μπορεί να αισθάνονται άβολα και να ζητούν ιατρική συμβουλή."
"Epidemiological studies often focus on conditions like epimenorrhea for better understanding of women's health."
"Οι επιδημιολογικές μελέτες συχνά επικεντρώνονται σε καταστάσεις όπως η επιμενόμενη εμμηνόρροια για καλύτερη κατανόηση της γυναικείας υγείας."
Η λέξη "epimenorrhea" προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις "epi-" που σημαίνει "πάνω" ή "αυξάνοντας", "meno" που αναφέρεται στην "εμμηνόρροια" και "rrhea" που σημαίνει "ροή". Έτσι, αναφέρεται σε μια "αυξημένη ροή" ή διάρκεια της εμμηνόρροιας.
prolonged menstruation
Αντώνυμα:
Αυτή η πληροφορία προσφέρει μια σφαιρική εικόνα για τη λέξη "epimenorrhea" και τη χρήση της στην αγγλική γλώσσα.