Το "epurate" είναι ρήμα.
/fɪˈpjʊəreɪt/
Το "epurate" σημαίνει να καθαρίσετε κάτι από ακαθαρσίες ή να το εξαγνίσετε. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά ή τεχνικά συμφραζόμενα, όπως στην επεξεργασία υγρών (π.χ. νερού) ή στη βιολογική ή χημική διαδικασία.
Η χρήση του είναι σχετικά σπάνια στην καθημερινή ομιλία και προτιμάται σε γραπτό κείμενο, ιδίως σε επαγγελματικά ή ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.
Οι επιστήμονες πρέπει να αποστειρώσουν το νερό πριν διεξάγουν πειράματα.
She decided to epurate her workspace to improve productivity.
Το "epurate" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην αγγλική γλώσσα, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες έννοιες καθαρισμού ή βελτίωσης.
Είναι σημαντικό να καθαρίσετε τις σκέψεις σας πριν πάρετε μια απόφαση.
"To epurate a process"
Η λέξη "epurate" προέρχεται από το λατινικό "epurare", που σημαίνει «καθαρίζω» ή «απαλλάσσω».
Συνώνυμα: - purify - cleanse - refine
Αντώνυμα: - contaminate - dirty - pollute