Ουσιαστικό
/ɛθˈnɒɡrəfə/
Ο όρος "ethnographer" αναφέρεται σε έναν ερευνητή που μελετά και καταγράφει τις κοινωνικές και πολιτιστικές πρακτικές διαφόρων κοινοτήτων. Αυτή η μελέτη περιλαμβάνει παρατήρηση, συνεντεύξεις και ανάλυση που στοχεύουν στην εις βάθος κατανόηση των μεθόδων επιβίωσης, των εθίμων και των πιστευμάτων των ανθρώπων.
Η λέξη "ethnographer" χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, αφού αφορά ακαδημαϊκά ή ερευνητικά κείμενα.
Η συχνότητα χρήσης είναι μέτρια, ειδικά σε ακαδημαϊκούς κύκλους ή σε κείμενα που σχετίζονται με τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
Ο εθνογράφος πέρασε αρκετούς μήνες στο χωριό για να κατανοήσει τα έθιμά του.
An ethnographer's role is to document the lives of people from different cultures.
Ο ρόλος ενός εθνογράφου είναι να καταγράψει τις ζωές ανθρώπων από διαφορετικούς πολιτισμούς.
During her fieldwork, the ethnographer established strong relationships with the local community.
Η λέξη "ethnographer" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με κάποιες σχετικές φράσεις:
Ο εθνογράφος στην καρδιά πιστεύει στη δύναμη των ιστοριών.
As an ethnographer, she always seeks to bridge cultural divides.
Ως εθνογράφος, πάντα επιδιώκει να γεφυρώσει πολιτισμικές διαφορές.
Being an ethnographer requires deep empathy and understanding of diverse perspectives.
Η λέξη "ethnographer" προέρχεται από το ελληνικό "ethnos" (έθνος) και "grapho" (γράφω), που σημαίνει 'γράφω για έθνη' ή 'καταγράφω πολιτισμούς'.
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "ethnographer", δίνοντας έμφαση στην χρήση της και τα σημαίνοντά της.