Ethoxylation είναι ουσιαστικό (noun).
/ˌɛθ.oʊk.sɪˈleɪ.ʃən/
Η ethoxylation αναφέρεται σε μια χημική διαδικασία κατά την οποία προστίθεται μια ή περισσότερες ομάδες αιθυλενικού οξέος (ethylene oxide) σε μια ένωση. Συνήθως χρησιμοποιείται στην παραγωγή επιφανειοδραστικών παραγόντων και άλλων χημικών προϊόντων. Η διαδικασία αυτή επηρεάζει τη διαλυτότητα, την επιφανειακή τάση και τις φυσικές ιδιότητες των παρασκευασμένων υλικών.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στον τεχνικό και επιστημονικό τομέα, γι' αυτό η συχνότητά της είναι μεγαλύτερη στο γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
Η εθοξυλίωση λιπαρών αλκοολών δημιουργεί μη ιονικές επιφανειοδραστικές ουσίες.
Researchers studied the ethoxylation process in various chemical reactions.
Η λέξη ethoxylation δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, λόγω της εξειδικευμένης φύσης της. Ωστόσο, είναι χρήσιμη σε τεχνικές περιγραφές και μπορεί να συμπεριληφθεί σε επιστημονικούς όρους.
Η επιτυχία του προϊόντος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αποδοτικότητα της εθοξυλίωσης.
Various methods of ethoxylation can lead to different properties of the final product.
Διάφορες μέθοδοι εθοξυλίωσης μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικά χαρακτηριστικά του τελικού προϊόντος.
The chemical industry relies heavily on ethoxylation for creating customized surfactants.
Η λέξη ethoxylation προκύπτει από τη σύνθεση των στοιχείων "ethoxy" (η ομάδα αιθυλενοξειδίου) και "lation" (της ενέργειας ή διαδικασίας).
Συνώνυμα: None commonly used in English. The term is specific to the chemical processes involved.
Αντώνυμα: The term does not have commonly recognized antonyms due to its specialized nature.