ethyl chloride - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ethyl chloride (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "ethyl chloride" είναι ένα ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈɛθ.ɪl ˈklɔːr.aɪd/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Το "ethyl chloride" είναι μια χημική ένωση, χλωριούχο αιθυλο, που είναι ένα άχρωμο, πτητικό υγρό με χαρακτηριστική ευχάριστη οσμή. Χρησιμοποιείται κυρίως ως αεροζόλ διαλύτης, αναισθητικό και σε ορισμένες βιομηχανικές εφαρμογές. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται συχνά στα επιστημονικά συμφραζόμενα, ενώ η χρήση του σε πιο γενικούς διαλόγους είναι λιγότερο συχνή.

Συχνότητα Χρήσης

Η χρήση του "ethyl chloride" είναι συχνότερη σε γραπτά κείμενα, ειδικά στα επιστημονικά και βιομηχανικά περιβάλλοντα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The laboratory used ethyl chloride for various experiments.
    (Το εργαστήριο χρησιμοποίησε χλωρίδιο αιθυλίου για διάφορα πειράματα.)

  2. Ethyl chloride can be found in some aerosol products.
    (Το χλωρίδιο αιθυλίου μπορεί να βρεθεί σε ορισμένα προϊόντα αερολύματος.)

  3. Doctors used ethyl chloride as a local anesthetic.
    (Οι γιατροί χρησιμοποίησαν χλωρίδιο αιθυλίου ως τοπικό αναισθητικό.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "ethyl chloride" δεν είναι κοινό σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να προκύψει σε επιστημονικές ή τεχνικές αναφορές. Ωστόσο, η εκάστοτε χρήση του έχει ειδικότητα.

Παραδειγματικές προτάσεις με ιδιωματικές χρήσεις

  1. When discussing organic compounds, do not overlook the importance of ethyl chloride.
    (Όταν συζητάτε για οργανικές ενώσεις, μην παραβλέπετε τη σημασία του χλωριδίου αιθυλίου.)

  2. In the field of anesthetics, ethyl chloride has a unique application.
    (Στον τομέα των αναισθητικών, το χλωρίδιο αιθυλίου έχει μια μοναδική εφαρμογή.)

  3. Chemists often refer to ethyl chloride in relation to its solvent properties.
    (Οι χημικοί συχνά αναφέρονται στο χλωρίδιο αιθυλίου σε σχέση με τις ιδιότητες διαλύτη του.)

Ετυμολογία

Η λέξη "ethyl" προέρχεται από την ελληνική λέξη "αιθέρ" (aether) και το "-yl" είναι μια χημική κατάληξη που χρησιμοποιείται για να δείξει μια υποκαταστάτη ομάδα. Ο όρος "chloride" προέρχεται από το ελληνικό "χλωρός" (chloros), που σημαίνει "πράσινος", και την κατάληξη "-ide" που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ιοντικές ενώσεις.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Ethyl chlorid - Chloroethane

Αντώνυμα: - Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα αντίθετα ή αντώνυμα, καθώς το ethyl chloride είναι μια συγκεκριμένη χημική ένωση.

Αυτές οι πληροφορίες αποτυπώνουν την έννοια του "ethyl chloride" στη γλώσσα Αγγλικά και πώς αλληλεπιδρά με τη γλώσσα και τον επιστημονικό κόσμο.



25-07-2024