eunuchoid: επίθετο (adjective)
[juː.nə.kɔɪd]
Η λέξη "eunuchoid" περιγράφει κάτι που μοιάζει ή σχετίζεται με έναν ευνούχο, είτε αναφερόμενη σε φυσικά χαρακτηριστικά είτε σε ψυχολογικές παραμέτρους. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά ή βιολογικά συμφραζόμενα για να περιγράψει άτομα με χαρακτηριστικά, όπως η έλλειψη ανδρικών γεννητικών οργάνων ή με μειωμένα επίπεδα τεστοστερόνης.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη δεν είναι κοινή στη καθημερινή ομιλία και χρησιμοποιείται περισσότερο σε επιστημονικά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με μια ευνουχοειδή κατάσταση που επηρεάζει τα επίπεδα ορμονών του.
Some physical features of the eunuchoid phenotype were presented during the lecture.
Ορισμένα φυσικά χαρακτηριστικά του ευνουχοειδούς φαινοτύπου παρουσίαστηκαν κατά τη διάρκεια της διάλεξης.
Researchers studied the eunuchoid traits to understand their genetic basis.
Η λέξη "eunuchoid" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε idiomatic expressions, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε ειδικά ιατρικά ή βιολογικά πλαίσια.
Η ευνουχοειδής εμφάνιση μπορεί μερικές φορές να οδηγήσει σε κοινωνικό στίγμα για αυτούς που πλήττονται.
The concept of eunuchoid development is important in understanding certain medical conditions.
Η λέξη "eunuchoid" προέρχεται από το ελληνικό "ευνούχος" (eunouchos), που σημαίνει "ευνούχος", και την αγγλική κατάληξη "-oid," που χρησιμοποιείται για να δηλώσει "όμοιος με" ή "σε σχήμα".
Συνώνυμα: - eunuch - castrated
Αντώνυμα: - masculine - virile
Αυτή η λέξη, αν και σπάνια, έχει σημαντική χρήση σε συγκεκριμένα επιστημονικά πεδία, κυρίως στον τομέα της ιατρικής και της βιολογίας.