eutrophic plant - ουσιαστικό
/juˈtroʊfɪk plænt/
Ο όρος "eutrophic plant" αναφέρεται σε φυτά που αναπτύσσονται σε περιβάλλοντα με υψηλά επίπεδα θρεπτικών συστατικών, συνήθως σε υγρούς βιοτόπους όπως λίμνες ή ποτάμια. Αυτού του είδους τα φυτά ευνοούνται από την πληθώρα θρεπτικών συστατικών, όπως άζωτο και φώσφορος, που συχνά οδηγούν σε πλούσιες βιολογικές κοινότητες. Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικολογικά και περιβαλλοντικά πλαίσια.
Τα eutrophic φυτά είναι πιο συχνά σε γραπτό πλαίσιο, όπως σε επιστημονικές μελέτες και οικολογικές έρευνες.
Το ευτροφικό είδος φυτού επικράτησε στο υγροτοπικό οικοσύστημα.
Eutrophic plants are essential for maintaining biodiversity in lakes.
Τα ευτροφικά φυτά είναι ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας στις λίμνες.
An eutrophic plant can absorb excess nutrients from the water.
Ο όρος "eutrophic" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να προκύψει σε συγκεκριμένα περιβαλλοντικά συμφραζόμενα. Μερικές χρήσεις του περιλαμβάνουν:
"Η ευτροφική συζήτηση τροφοδοτεί τις συζητήσεις για την ποιότητα του νερού."
"In eutrophic conditions, algae blooms can occur rapidly."
"Σε ευτροφικές συνθήκες, οι ανθίσεις φυκιών μπορούν να συμβούν γρήγορα."
"Monitoring eutrophic waters is critical for ecosystem health."
Ο όρος "eutrophic" προέρχεται από τα ελληνικά "eu" που σημαίνει "καλά" και "trophē" που σημαίνει "τροφή". Έτσι, "eutrophic" αναφέρεται σε περιοχές με καλή τροφοδοσία θρεπτικών ουσιών.
Ο όρος και οι έννοιες που σχετίζονται με τα ευτροφικά φυτά είναι σημαντικά στη βιολογία, την οικολογία και τις περιβαλλοντικές επιστήμες, προκειμένου να κατανοήσουμε τις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στην ποιότητα του περιβάλλοντος και στην υγεία των οικοσυστημάτων.