Ρήμα
/ɪɡˈzæsərbeɪt/
Η λέξη "exacerbate" σημαίνει να επιδεινώνεις μια κατάσταση ή ένα πρόβλημα. Χρησιμοποιείται συχνά σε κείμενα που ασχολούνται με ιατρικά, κοινωνικά ή περιβαλλοντικά ζητήματα. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στο γραπτό λόγο, σε επιστημονικά κείμενα και άρθρα. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά αλλά παραμένει κατανοητή.
The new policies could exacerbate the existing economic issues.
Οι νέες πολιτικές θα μπορούσαν να επιδεινώσουν τα υπάρχοντα οικονομικά προβλήματα.
His reckless behavior may exacerbate her anxiety.
Η απερίσκεπτη συμπεριφορά του μπορεί να χειροτερέψει την ανησυχία της.
Climate change is likely to exacerbate natural disasters around the globe.
Η κλιματική αλλαγή είναι πιθανό να οξύνει τις φυσικές καταστροφές παγκοσμίως.
Η λέξη "exacerbate" συνδέεται σε πολλές περιπτώσεις με ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται σε επιδείνωση ή αύξηση ενός προβλήματος. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
Inflation may exacerbate the cost of living crisis.
Η πληθωρισμός μπορεί να επιδεινώσει την κρίση του κόστους ζωής.
Ignoring the issue will only exacerbate tensions.
Η παράλειψη του προβλήματος θα επιδεινώσει μόνο τις εντάσεις.
The lack of communication can exacerbate misunderstandings.
Η έλλειψη επικοινωνίας μπορεί να οξύνει τις παρεξηγήσεις.
Poor dietary habits can exacerbate health problems.
Οι κακές διατροφικές συνήθειες μπορούν να επιδεινώσουν τα προβλήματα υγείας.
Failure to address the concerns will exacerbate the situation.
Η αποτυχία να αντιμετωπιστούν οι ανησυχίες θα επιδεινώσει την κατάσταση.
Η λέξη "exacerbate" προέρχεται από τα Λατινικά "exacerbatus", που σημαίνει "οξύς" ή "ενοχλητικός", προερχόμενο από το ρήμα "exacerbare" (επιδεινώνω), το οποίο είναι σύνθετο του "ex-" (έξω) και "acerbus" (πικρός, σκληρός).
Συνώνυμα: - aggravate - intensify - worsen
Αντώνυμα: - alleviate - mitigate - soothe