Επίθετο
/ɪɡˈzæktɪŋ/
Η λέξη "exacting" αναφέρεται σε κάτι που απαιτεί μεγάλη προσοχή, ακρίβεια ή προσπάθεια. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει άνθρωποι ή καταστάσεις που έχουν πολύ υψηλές απαιτήσεις ή προσδοκίες.
Στη γλώσσα των Αγγλόφωνων, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει δασκάλους, εργοδότες ή διαδικασίες που δεν επιτρέπουν λάθη.
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί επίσης να εμφανίζεται στον προφορικό λόγο.
Το έργο απαιτούσε σχολαστική προσοχή στη λεπτομέρεια από όλους τους εμπλεκόμενους.
She has an exacting nature that can be challenging to work with.
Έχει μια απαιτητική φύση που μπορεί να είναι δύσκολη στην συνεργασία.
The exacting standards of the chef made the dining experience exceptional.
Η λέξη "exacting" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι πολύ συνηθισμένη. Παρ’ όλα αυτά, μπορούμε να δώσουμε κάποιες παραδείγματα:
Η εταιρεία διατηρεί αυστηρές προδιαγραφές που πρέπει να πληρούν όλοι οι υπάλληλοι.
Exacting demands – Many teachers have exacting demands that can be difficult for students to meet.
Πολλοί δάσκαλοι έχουν απαιτητικές απαιτήσεις που μπορεί να είναι δύσκολο να εκπληρωθούν από τους μαθητές.
Exacting work – Working for an exacting boss can be both rewarding and challenging.
Η λέξη "exacting" προέρχεται από το ρήμα "exact", που σημαίνει να απαιτείς ή να ζητάς κάτι με αυστηρότητα. Το "exact" έχει ρίζες από το Λατινικό "exigere", που σημαίνει "να απαιτώ" ή "να εκτελώ".
Συνώνυμα: - demanding - meticulous - precise
Αντώνυμα: - lenient - easy-going - indifferent